ὀζώδης: Difference between revisions
οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ozodis | |Transliteration C=ozodis | ||
|Beta Code=o)zw/dhs | |Beta Code=o)zw/dhs | ||
|Definition=(A), | |Definition=(A), [[ὀζῶδες]], ([[ὄζος]])<br><span class="bld">A</span> [[having branches]], opp. [[ἄοζος]], Thphr.''HP''1.5.4, al.; of a form of coral, Dsc.5.122.<br><span class="bld">II</span> [[having knots in it]], of [[timber]], Thphr.''HP''3.10.4 (Comp.), cf. Plin.''HN''16.65.<br /><br />(B), ὀζῶδες, ([[ὄζω]]) = [[ὀδμώδης]], ''EM''775.8, Sch.Nic.''Al.''437, Tz.''H.'' 8.991. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 06:33, 26 August 2023
English (LSJ)
(A), ὀζῶδες, (ὄζος)
A having branches, opp. ἄοζος, Thphr.HP1.5.4, al.; of a form of coral, Dsc.5.122.
II having knots in it, of timber, Thphr.HP3.10.4 (Comp.), cf. Plin.HN16.65.
(B), ὀζῶδες, (ὄζω) = ὀδμώδης, EM775.8, Sch.Nic.Al.437, Tz.H. 8.991.
German (Pape)
[Seite 296] ες (ὄζος), ästig, zweigig, knotig, Theophr. u. Sp. ες (ὄζω), riechend, stinkend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀζώδης: -ες, (ὄζος, εἶδος) ὁ ἔχων κλάδους ἀντίθετ. τῷ ἄοζος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 5, 4, κ. ἀλλ. ΙΙ. ὁ ἔχων κόμβους ἢ ῥόζους, ἐπὶ ξύλου, αὐτόθι 3. 10, 4, ἴδε Πλίν. 16. 25. ΙΙΙ. (ἐκ τοῦ ὄζω) = ὀσμώδης, Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 436.
Greek Monolingual
(I)
-ες (Α ὀζώδης, -ῶδες) [όζος (Ι)]
1. (για φυτά) αυτός που έχει όζους, κλάδους
2. (για ξύλο) αυτός που έχει ρόζους, κόμπους
νεοελλ.
ιατρ. χαρακτηρισμός νόσου κατά την οποία εμφανίζονται όζοι ή οζίδια (α. «οζώδες ερύθημα» β. «οζώδης περιαρτηρίτιδα»).
(II)
ὀζώδης, -ῶδες (ΑΜ)
αυτός που αναδίδει δυσάρεστη οσμή, δύσοσμος, δυσώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀζ- του ὄζω «αναδίδω δυσάρεστη οσμή» + κατάλ. -ώδης].