καθελίσσω: Difference between revisions
Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kathelisso | |Transliteration C=kathelisso | ||
|Beta Code=kaqeli/ssw | |Beta Code=kaqeli/ssw | ||
|Definition=Ion. κατειλίσσω, Att. aor. part. κατειλίξας (v. infr.), < | |Definition=Ion. [[κατειλίσσω]], Att. aor. part. κατειλίξας (v. infr.),<br><span class="bld">A</span> [[wrap with bandages]], <b class="b3">κατειλίσσουσι πᾶν τὸ σῶμα σινδόνος… τελαμῶσι</b>, of mummies, [[Herodotus|Hdt.]]2.86; of wounds, Id.7.181; σώματα σπαργάνοις καθειλίξαντες Max.Tyr.36.2 ([[varia lectio|v.l.]] κατ-); καττίτερον… κατειλίξας ἐρίοις ''IG''22.204.32 (iv B.C.); [[καθελίξας]], [[varia lectio|v.l.]] κατελλ-, κατελ-, Hp.''Nat.Mul.'' 32:—Pass., <b class="b3">τὰς κνήμας ῥάκεσι… κατειλίχατο</b> (3pl. plpf.) [[Herodotus|Hdt.]]7.76; κατειλίχθαι ταινίῃ Hp.''Art.''5; ἐρίοις… καθείλικτο Gal.''UP''4.9; [[ὅταν]] κατελιχθῇ Ath.Mech.24.8.<br><span class="bld">II</span> of a serpent, [[drag down in its coils]], συνέσφιγγεν ἅπαντα, καθελίττων ἐς τὴν ἑαυτοῦ Χειάν Eun.''Hist.''p.257 D. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1283.png Seite 1283]] (s. [[ἑλίσσω]], κατειλίχατο, plusqpf. pass., = κατειλιγμένοι [[ἦσαν]], τὰς κνήμας ῥάκεσι, Her. 7, 76), umwickeln, τὰ ἕλκεα τελαμῶσι Her. 7, 181. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1283.png Seite 1283]] (s. [[ἑλίσσω]], κατειλίχατο, plusqpf. pass., = κατειλιγμένοι [[ἦσαν]], τὰς κνήμας ῥάκεσι, Her. 7, 76), umwickeln, τὰ ἕλκεα τελαμῶσι Her. 7, 181. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>3ᵉ pl.pqp. Pass. ion.</i> [[κατειλίχατο]];<br />[[envelopper]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἑλίσσω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κᾰθελίσσω:''' ион. [[κατειλίσσω]] (3 л. pl. ppf. pass. [[κατειλίχατο]])<br /><b class="num">1</b> [[обматывать]], [[обвертывать]] (τὸ [[σῶμα]] τελαμῶσι, τὰς κνήμας ῥάκεσι Her.);<br /><b class="num">2</b> [[перевязывать]] (τὰ ἕλκεα τελαμῶσι Her.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καθελίσσω''': Ἰων. [[κατειλίσσω]], [[τυλίσσω]] τι διά τινος πράγματος, κατειλίσσουσι πᾶν τὸ [[σῶμα]] σινδόνος... τελαμῶσι, ἐπὶ τῶν ταριχευομένων σωμάτων, Ἡρόδ. 2. 86· ἐπὶ τραυμάτων, ὁ αὐτ. 7. 181. ― Παθ. τὰς κνήμας ῥάκεσι.. κατειλίχατο (γ΄ πληθ. ὑπερσ.) [[αὐτόθι]] 76· κατειλίχθαι ταινίῃ Ἱππ. π. Ἄρθρ. 783. | |lstext='''καθελίσσω''': Ἰων. [[κατειλίσσω]], [[τυλίσσω]] τι διά τινος πράγματος, κατειλίσσουσι πᾶν τὸ [[σῶμα]] σινδόνος... τελαμῶσι, ἐπὶ τῶν ταριχευομένων σωμάτων, Ἡρόδ. 2. 86· ἐπὶ τραυμάτων, ὁ αὐτ. 7. 181. ― Παθ. τὰς κνήμας ῥάκεσι.. κατειλίχατο (γ΄ πληθ. ὑπερσ.) [[αὐτόθι]] 76· κατειλίχθαι ταινίῃ Ἱππ. π. Ἄρθρ. 783. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καθελίσσω]], ιων. τ. [[κατειλίσσω]] (Α)<br /><b>1.</b> (για [[τραύμα]], [[σώμα]] ή [[μέλος]] σώματος) [[τυλίγω]] με [[κάτι]], [[περιτυλίγω]] («κατειλίσσουσι | |mltxt=[[καθελίσσω]], ιων. τ. [[κατειλίσσω]] (Α)<br /><b>1.</b> (για [[τραύμα]], [[σώμα]] ή [[μέλος]] σώματος) [[τυλίγω]] με [[κάτι]], [[περιτυλίγω]] («κατειλίσσουσι πᾶν αὐτοῦ τὸ [[σῶμα]] σινδόνος... τελαμῶσι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[φίδι]]) [[σύρω]], [[τραβώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἑλίσσω]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἕλιξ]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καθελίσσω:''' Ιων. κατ-[[ειλίσσω]], μέλ. <i>-ξω</i>, [[τυλίγω]] με επιδέσμους, [[περιτυλίγω]], [[περικυκλώνω]], [[φασκιώνω]], σε Ηρόδ. — Παθ., | |lsmtext='''καθελίσσω:''' Ιων. κατ-[[ειλίσσω]], μέλ. <i>-ξω</i>, [[τυλίγω]] με επιδέσμους, [[περιτυλίγω]], [[περικυκλώνω]], [[φασκιώνω]], σε Ηρόδ. — Παθ., τὰς κνήμας ῥάκεσι [[κατειλίχατο]] (Ιων. γʹ πληθ. υπερσ.), είχαν τα πόδια τους τυλιγμένα σε κουρέλια, στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ionic κατ-ειλίσσω fut. ξω<br />to [[wrap]] with bandages, [[enfold]], [[swathe]], Hdt.:—Pass., τὰς κνήμας ῥάκεσι [[κατειλίχατο]] (ionic 3rd pl. plup.), they [[have]] [[their]] legs swathed in rags, Hdt. | |mdlsjtxt=ionic κατ-ειλίσσω fut. ξω<br />to [[wrap]] with bandages, [[enfold]], [[swathe]], Hdt.:—Pass., τὰς κνήμας ῥάκεσι [[κατειλίχατο]] (ionic 3rd pl. plup.), they [[have]] [[their]] legs swathed in rags, Hdt. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:01, 4 September 2023
English (LSJ)
Ion. κατειλίσσω, Att. aor. part. κατειλίξας (v. infr.),
A wrap with bandages, κατειλίσσουσι πᾶν τὸ σῶμα σινδόνος… τελαμῶσι, of mummies, Hdt.2.86; of wounds, Id.7.181; σώματα σπαργάνοις καθειλίξαντες Max.Tyr.36.2 (v.l. κατ-); καττίτερον… κατειλίξας ἐρίοις IG22.204.32 (iv B.C.); καθελίξας, v.l. κατελλ-, κατελ-, Hp.Nat.Mul. 32:—Pass., τὰς κνήμας ῥάκεσι… κατειλίχατο (3pl. plpf.) Hdt.7.76; κατειλίχθαι ταινίῃ Hp.Art.5; ἐρίοις… καθείλικτο Gal.UP4.9; ὅταν κατελιχθῇ Ath.Mech.24.8.
II of a serpent, drag down in its coils, συνέσφιγγεν ἅπαντα, καθελίττων ἐς τὴν ἑαυτοῦ Χειάν Eun.Hist.p.257 D.
German (Pape)
[Seite 1283] (s. ἑλίσσω, κατειλίχατο, plusqpf. pass., = κατειλιγμένοι ἦσαν, τὰς κνήμας ῥάκεσι, Her. 7, 76), umwickeln, τὰ ἕλκεα τελαμῶσι Her. 7, 181.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl.pqp. Pass. ion. κατειλίχατο;
envelopper.
Étymologie: κατά, ἑλίσσω.
Russian (Dvoretsky)
κᾰθελίσσω: ион. κατειλίσσω (3 л. pl. ppf. pass. κατειλίχατο)
1 обматывать, обвертывать (τὸ σῶμα τελαμῶσι, τὰς κνήμας ῥάκεσι Her.);
2 перевязывать (τὰ ἕλκεα τελαμῶσι Her.).
Greek (Liddell-Scott)
καθελίσσω: Ἰων. κατειλίσσω, τυλίσσω τι διά τινος πράγματος, κατειλίσσουσι πᾶν τὸ σῶμα σινδόνος... τελαμῶσι, ἐπὶ τῶν ταριχευομένων σωμάτων, Ἡρόδ. 2. 86· ἐπὶ τραυμάτων, ὁ αὐτ. 7. 181. ― Παθ. τὰς κνήμας ῥάκεσι.. κατειλίχατο (γ΄ πληθ. ὑπερσ.) αὐτόθι 76· κατειλίχθαι ταινίῃ Ἱππ. π. Ἄρθρ. 783.
Greek Monolingual
καθελίσσω, ιων. τ. κατειλίσσω (Α)
1. (για τραύμα, σώμα ή μέλος σώματος) τυλίγω με κάτι, περιτυλίγω («κατειλίσσουσι πᾶν αὐτοῦ τὸ σῶμα σινδόνος... τελαμῶσι», Ηρόδ.)
2. (για φίδι) σύρω, τραβώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἑλίσσω (< ἕλιξ)].
Greek Monotonic
καθελίσσω: Ιων. κατ-ειλίσσω, μέλ. -ξω, τυλίγω με επιδέσμους, περιτυλίγω, περικυκλώνω, φασκιώνω, σε Ηρόδ. — Παθ., τὰς κνήμας ῥάκεσι κατειλίχατο (Ιων. γʹ πληθ. υπερσ.), είχαν τα πόδια τους τυλιγμένα σε κουρέλια, στον ίδ.
Middle Liddell
ionic κατ-ειλίσσω fut. ξω
to wrap with bandages, enfold, swathe, Hdt.:—Pass., τὰς κνήμας ῥάκεσι κατειλίχατο (ionic 3rd pl. plup.), they have their legs swathed in rags, Hdt.