δείκηλον: Difference between revisions
(6_21) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(20 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=deikilon | |Transliteration C=deikilon | ||
|Beta Code=dei/khlon | |Beta Code=dei/khlon | ||
|Definition=τό, < | |Definition=τό,<br><span class="bld">A</span> [[representation]], [[exhibition]], παθέων [[Herodotus|Hdt.]]2.171.<br><span class="bld">II</span> [[reflection]], [[image]], A.R.1.746; [[phantom]], Id.4.1672 (pl.).<br><span class="bld">2</span> [[sculptured]] [[figure]], IG14.1301, Lyc.1179(pl.), J.''BJ''2.10.4, Porph. ap. Eus. ''PE''3.9. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ου, τό<br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. δίκ- <i>IUrb.Rom</i>.1638 (imper.), Hsch.<br /><b class="num">1</b> [[representación]], [[escenificación]] τὰ δείκηλα τῶν παθέων αὐτοῦ ... ποιεῦσι, τὰ καλέουσι μυστήρια Αἰγύπτιοι Hdt.2.171.<br /><b class="num">2</b> [[alucinación]] (Μήδεια) ἐκ δ' ἀίδηλα δείκηλα προΐαλλεν A.R.4.1672<br /><b class="num">•</b>[[representación conceptual]] ἀνθρωπόμορφον τοῦ Διὸς τὸ δ. πεποιήκασιν Porph. en Eus.<i>PE</i> 3.9.5.<br /><b class="num">3</b> [[imagen]] χαλκείῃ δ. ἐν ἀσπίδι φαίνετ' ἰδέσθαι A.R.1.746<br /><b class="num">•</b>esp. [[estatua]] ἐν τῇ πόλει [[δείκηλον]] τίθεσθαι I.<i>BI</i> 2.170, ὡς οὐδὲ θεοῦ τι δ., οὐχ' ὅπως ἀνδρός I.<i>BI</i> 2.195, [[Ἄρηος]] Orác. en <i>SEG</i> 41.1411.3 (Siedra II d.C.), cf. Orác. en <i>IAMM</i> p.96 (Iconion II d.C.), δείκηλα ... ἀργύρῳ ἀσκηθέντα Orác. en <i>ZPE</i> 7.1971.198 (Dídima III d.C.), δείκηλα μὴ σέβουσι λαμπαδουχίαις Lyc.1179, de anim. <i>IUrb.Rom</i>.l.c., cf. Hsch., Zonar.127.30C., cf. [[δείκελον]].<br /><b class="num">• Etimología:</b> Deriv. de *<i>deik</i>- ‘[[mostrar]]’, cf. [[δείκνυμι]]. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0536.png Seite 536]] τό, die Darstellung. Her. 2, 171 τῶν παθέων; das Bild, Bildsäule, Ap. Rh. 4, 1672 u. Sp.; VLL. μιμήματα, εἰκάσματα. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0536.png Seite 536]] τό, die Darstellung. Her. 2, 171 τῶν παθέων; das Bild, Bildsäule, Ap. Rh. 4, 1672 u. Sp.; VLL. μιμήματα, εἰκάσματα. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />représentation, spectacle, <i>particul.</i> spectacle mimé.<br />'''Étymologie:''' [[δείκνυμι]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=δείκηλον -ου, τό [δείκνυμι] voorstelling:. τὰ δείκηλα τῶν παθέων αὐτοῦ νυκτὸς ποιεῦσι’s nachts houden zij voorstellingen van zijn (Osiris) lotgevallen Hdt. 2.171.1. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δείκηλον:''' τό [[мимическое представление]], [[пантомима]] (τὰ δείκηλα τῶν παθέων, τὰ καλεῦσι μυστήρια Αἰγύπτιοι Her.). | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δείκηλον]] και [[δείκελον]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[αναπαράσταση]], [[παρουσίαση]]<br /><b>2.</b> [[ομοίωμα]], [[εικόνα]]<br /><b>3.</b> [[φάντασμα]]<br /><b>4.</b> [[ανάγλυφο]], γλυπτή [[μορφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για διαλεκτικό τ. που ανάγεται ετυμολογικά σε θ. <i>δεικ</i>- του [[δείκνυμι]] και στο [[επίθημα]] -<i>ηλος</i>. Η λ. [[δείκελον]] [[είναι]] [[παράλληλος]] τ. του [[δείκηλον]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δείκηλον:''' τό, [[αναπαράσταση]], [[επίδειξη]], [[έκθεση]], σε Ηρόδ.· επίσης [[δείκελον]], σε Ανθ. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δείκηλον''': τό, (ἴδε ἐν λ. [[ἔοικα]]) [[παράστασις]], [[ἐπίδειξις]], [[ἔκθεσις]], Ἡρόδ. 2. 171, [[ἔνθα]] ἴδε Creuzer παρὰ B ähr.· [[ὡσαύτως]] [[δείκελον]], Ἀνθ. Π. 9. 153. ΙΙ. τὸ ἐπὶ ἀσπίδος [[σημεῖον]] ἢ [[παράστασις]], Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 746· εἰκὼν γεγλυμμένη, [[ὁμοίωμα]], Συλλ. Ἐπιγρ. 6272. | |lstext='''δείκηλον''': τό, (ἴδε ἐν λ. [[ἔοικα]]) [[παράστασις]], [[ἐπίδειξις]], [[ἔκθεσις]], Ἡρόδ. 2. 171, [[ἔνθα]] ἴδε Creuzer παρὰ B ähr.· [[ὡσαύτως]] [[δείκελον]], Ἀνθ. Π. 9. 153. ΙΙ. τὸ ἐπὶ ἀσπίδος [[σημεῖον]] ἢ [[παράστασις]], Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 746· εἰκὼν γεγλυμμένη, [[ὁμοίωμα]], Συλλ. Ἐπιγρ. 6272. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=a [[representation]], [[exhibition]], Hdt. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:05, 4 September 2023
English (LSJ)
τό,
A representation, exhibition, παθέων Hdt.2.171.
II reflection, image, A.R.1.746; phantom, Id.4.1672 (pl.).
2 sculptured figure, IG14.1301, Lyc.1179(pl.), J.BJ2.10.4, Porph. ap. Eus. PE3.9.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Grafía: graf. δίκ- IUrb.Rom.1638 (imper.), Hsch.
1 representación, escenificación τὰ δείκηλα τῶν παθέων αὐτοῦ ... ποιεῦσι, τὰ καλέουσι μυστήρια Αἰγύπτιοι Hdt.2.171.
2 alucinación (Μήδεια) ἐκ δ' ἀίδηλα δείκηλα προΐαλλεν A.R.4.1672
•representación conceptual ἀνθρωπόμορφον τοῦ Διὸς τὸ δ. πεποιήκασιν Porph. en Eus.PE 3.9.5.
3 imagen χαλκείῃ δ. ἐν ἀσπίδι φαίνετ' ἰδέσθαι A.R.1.746
•esp. estatua ἐν τῇ πόλει δείκηλον τίθεσθαι I.BI 2.170, ὡς οὐδὲ θεοῦ τι δ., οὐχ' ὅπως ἀνδρός I.BI 2.195, Ἄρηος Orác. en SEG 41.1411.3 (Siedra II d.C.), cf. Orác. en IAMM p.96 (Iconion II d.C.), δείκηλα ... ἀργύρῳ ἀσκηθέντα Orác. en ZPE 7.1971.198 (Dídima III d.C.), δείκηλα μὴ σέβουσι λαμπαδουχίαις Lyc.1179, de anim. IUrb.Rom.l.c., cf. Hsch., Zonar.127.30C., cf. δείκελον.
• Etimología: Deriv. de *deik- ‘mostrar’, cf. δείκνυμι.
German (Pape)
[Seite 536] τό, die Darstellung. Her. 2, 171 τῶν παθέων; das Bild, Bildsäule, Ap. Rh. 4, 1672 u. Sp.; VLL. μιμήματα, εἰκάσματα.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
représentation, spectacle, particul. spectacle mimé.
Étymologie: δείκνυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δείκηλον -ου, τό [δείκνυμι] voorstelling:. τὰ δείκηλα τῶν παθέων αὐτοῦ νυκτὸς ποιεῦσι’s nachts houden zij voorstellingen van zijn (Osiris) lotgevallen Hdt. 2.171.1.
Russian (Dvoretsky)
δείκηλον: τό мимическое представление, пантомима (τὰ δείκηλα τῶν παθέων, τὰ καλεῦσι μυστήρια Αἰγύπτιοι Her.).
Greek Monolingual
δείκηλον και δείκελον, το (Α)
1. αναπαράσταση, παρουσίαση
2. ομοίωμα, εικόνα
3. φάντασμα
4. ανάγλυφο, γλυπτή μορφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για διαλεκτικό τ. που ανάγεται ετυμολογικά σε θ. δεικ- του δείκνυμι και στο επίθημα -ηλος. Η λ. δείκελον είναι παράλληλος τ. του δείκηλον.
Greek Monotonic
δείκηλον: τό, αναπαράσταση, επίδειξη, έκθεση, σε Ηρόδ.· επίσης δείκελον, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
δείκηλον: τό, (ἴδε ἐν λ. ἔοικα) παράστασις, ἐπίδειξις, ἔκθεσις, Ἡρόδ. 2. 171, ἔνθα ἴδε Creuzer παρὰ B ähr.· ὡσαύτως δείκελον, Ἀνθ. Π. 9. 153. ΙΙ. τὸ ἐπὶ ἀσπίδος σημεῖον ἢ παράστασις, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 746· εἰκὼν γεγλυμμένη, ὁμοίωμα, Συλλ. Ἐπιγρ. 6272.
Middle Liddell
a representation, exhibition, Hdt.