κορυνηφόρος: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(5)
m (LSJ1 replacement)
 
(20 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=koryniforos
|Transliteration C=koryniforos
|Beta Code=korunhfo/ros
|Beta Code=korunhfo/ros
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">club-bearing</b>, <b class="b3">νύμφαι</b> Epic. in <span class="title">Arch.Pap.</span>7.7: as Subst., <b class="b3">κ., οἱ</b>, <b class="b2">club-bearers</b>, the body-guard of Peisistratos, <span class="bibl">Hdt.1.59</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Sol.</span>30</span>, <span class="bibl">D.L.1.66</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">peasants</b> at Sicyon, <span class="bibl">Poll.3.83</span>.</span>
|Definition=κορυνηφόρον,<br><span class="bld">A</span> [[club-bearing]], [[νύμφη|νύμφαι]] Epic. in ''Arch.Pap.''7.7: as [[substantive]], [[κορυνηφόροι]], οἱ, [[club-bearers]], the body-guard of [[Peisistratos]], [[Herodotus|Hdt.]]1.59, Plu.''Sol.''30, D.L.1.66.<br><span class="bld">II</span> [[peasant]]s at [[Sicyon]], Poll.3.83.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''κορῠνηφόρος''': -ον, [[ῥοπαλοφόρος]], Νόνν. Εὐαγγλ. κ. Ἰω. 18, στ. 3· ἐπίθετ. τοῦ Πριάπου ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5960, πρβλ. Ὁράτ. 1 Serm. 8. 4. 2) κορυνηφόροι, οἱ, ἦσαν οἱ ῥοπαλοφόροι σωματοφύλακες τοῦ Πεισιστράτου ἀντὶ τῶν συνήθων δορυφόρων, Ἡρόδ. 1. 59, Διογ. Λ. 1. 66, Πλουτ. Σόλων 30. ΙΙ. οἱ χωρικοὶ τῆς Σικυῶνος, καλούμενοι καὶ κατωνακοφόροι, [[Πολυδ]]. Γ΄, 83, πρβλ. Ruhnk. εἰς Τίμ. ἐν λέξ. Πενεστικόν, Thirlw. Ἱστ. τῆς Ἑλλ. 1. 424.
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />qui porte une massue ; οἱ κορυνηφόροι « les porte-massues », <i>gardes du corps de Pisistrate</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κορύνη]], [[φέρω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κορυνηφόρος -ον &#91;[[κορύνη]], [[φέρω]]] subst.: οἱ κορυνηφόροι knotsdragers (lijfwacht van Pisistratus).
}}
{{pape
|ptext=<i>[[Keulen]], [[Kolben]] [[tragend]]</i>; οἱ κορυνηφόροι hießen <i>die [[Keulen]] tragenden [[Trabanten]] des Peisistratus</i>, Her. 1.59, Plut. <i>Sol</i>. 30, Solon bei DL. 1.66. – [[Beiname]] des [[Priapus]], <i>Inscr</i>. – Nach Poll. 3.83 hießen so die [[zwischen]] den [[Freien]] und den [[Sklaven]] stehenden [[Bauern]] der Sicyonier. Vgl. κατωνακοφόροι.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />qui porte une massue ; [[οἱ]] κορυνηφόροι « les porte-massues », <i>gardes du corps de Pisistrate</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κορύνη]], [[φέρω]].
|elrutext='''κορῠνηφόρος:''' ὁ Her., Plut., Diog. L. = [[κορυνήτης]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 21: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κορυνηφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που φέρει [[ρόπαλο]]· <i>κορυνοφόροι</i>, <i>οἱ</i>, ραβδούχοι, σωματοφύλακες του Πεισίστρατου, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''κορυνηφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που φέρει [[ρόπαλο]]· <i>κορυνοφόροι</i>, <i>οἱ</i>, ραβδούχοι, σωματοφύλακες του Πεισίστρατου, σε Ηρόδ.
}}
{{ls
|lstext='''κορῠνηφόρος''': -ον, [[ῥοπαλοφόρος]], Νόνν. Εὐαγγλ. κ. Ἰω. 18, στ. 3· ἐπίθετ. τοῦ Πριάπου ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5960, πρβλ. Ὁράτ. 1 Serm. 8. 4. 2) κορυνηφόροι, οἱ, ἦσαν οἱ ῥοπαλοφόροι σωματοφύλακες τοῦ Πεισιστράτου ἀντὶ τῶν συνήθων δορυφόρων, Ἡρόδ. 1. 59, Διογ. Λ. 1. 66, Πλουτ. Σόλων 30. ΙΙ. οἱ χωρικοὶ τῆς Σικυῶνος, καλούμενοι καὶ κατωνακοφόροι, Πολυδ. Γ΄, 83, πρβλ. Ruhnk. εἰς Τίμ. ἐν λέξ. Πενεστικόν, Thirlw. Ἱστ. τῆς Ἑλλ. 1. 424.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κορυνη-[[φόρος]], ον [[φέρω]]<br />[[club]]-[[bearing]]: κορυνοφόροι, οἱ, [[club]]-bearers, the [[body]]-[[guard]] of Peisistratus, Hdt.
}}
}}

Latest revision as of 12:05, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορυνηφόρος Medium diacritics: κορυνηφόρος Low diacritics: κορυνηφόρος Capitals: ΚΟΡΥΝΗΦΟΡΟΣ
Transliteration A: korynēphóros Transliteration B: korynēphoros Transliteration C: koryniforos Beta Code: korunhfo/ros

English (LSJ)

κορυνηφόρον,
A club-bearing, νύμφαι Epic. in Arch.Pap.7.7: as substantive, κορυνηφόροι, οἱ, club-bearers, the body-guard of Peisistratos, Hdt.1.59, Plu.Sol.30, D.L.1.66.
II peasants at Sicyon, Poll.3.83.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
qui porte une massue ; οἱ κορυνηφόροι « les porte-massues », gardes du corps de Pisistrate.
Étymologie: κορύνη, φέρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κορυνηφόρος -ον [κορύνη, φέρω] subst.: οἱ κορυνηφόροι knotsdragers (lijfwacht van Pisistratus).

German (Pape)

Keulen, Kolben tragend; οἱ κορυνηφόροι hießen die Keulen tragenden Trabanten des Peisistratus, Her. 1.59, Plut. Sol. 30, Solon bei DL. 1.66. – Beiname des Priapus, Inscr. – Nach Poll. 3.83 hießen so die zwischen den Freien und den Sklaven stehenden Bauern der Sicyonier. Vgl. κατωνακοφόροι.

Russian (Dvoretsky)

κορῠνηφόρος: ὁ Her., Plut., Diog. L. = κορυνήτης.

Greek Monolingual

-ο (Α κορυνηφόρος και κορυνοφόρος, -ον)
αυτός που φέρει κορύνη, ροπαλοφόρος
αρχ.
1. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ κορυνηφόροι
α) οι ροπαλοφόροι σωματοφύλακες του Πεισιστράτου
β) χωρικοί ημιδουλοπάροικοι, προδωρικής καταγωγής, που υπηρετούσαν στη Σικυώνα υπό τις διαταγές Δωριέων ευγενών τών τριών φυλών και έφεραν για οπλισμό κορύνη
γ) αστυνομικό σώμα στην Αντιόχεια του Ορόντη
2. (το αρσ.) προσωνυμία του Πριάπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορύνη + -φόρος (< φόρος < φέρω)].

Greek Monotonic

κορυνηφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φέρει ρόπαλο· κορυνοφόροι, οἱ, ραβδούχοι, σωματοφύλακες του Πεισίστρατου, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

κορῠνηφόρος: -ον, ῥοπαλοφόρος, Νόνν. Εὐαγγλ. κ. Ἰω. 18, στ. 3· ἐπίθετ. τοῦ Πριάπου ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5960, πρβλ. Ὁράτ. 1 Serm. 8. 4. 2) κορυνηφόροι, οἱ, ἦσαν οἱ ῥοπαλοφόροι σωματοφύλακες τοῦ Πεισιστράτου ἀντὶ τῶν συνήθων δορυφόρων, Ἡρόδ. 1. 59, Διογ. Λ. 1. 66, Πλουτ. Σόλων 30. ΙΙ. οἱ χωρικοὶ τῆς Σικυῶνος, καλούμενοι καὶ κατωνακοφόροι, Πολυδ. Γ΄, 83, πρβλ. Ruhnk. εἰς Τίμ. ἐν λέξ. Πενεστικόν, Thirlw. Ἱστ. τῆς Ἑλλ. 1. 424.

Middle Liddell

κορυνη-φόρος, ον φέρω
club-bearing: κορυνοφόροι, οἱ, club-bearers, the body-guard of Peisistratus, Hdt.