στερίσκω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' εἰ μὲν ἁγνόν ἐστί σοι Πειθοῦς σέβας, γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θελκτήριον → but if you have holy reverence for Persuasion, the sweetness and charm of my tongue

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sterisko
|Transliteration C=sterisko
|Beta Code=steri/skw
|Beta Code=steri/skw
|Definition=collat. pres. of [[στερέω]], τινά τινος Th.2.43, Teles p.22 H., D.S.1.60, Gal.8.54; τὴν ψυχὴν ἀπό τινος LXX Ec.4.8:—Pass., c. gen., Hdt.4.159, [7.162], Th.1.73, 2.49, E.Supp.1093, Agatho 5, Pl.R. 413a, X.Cyr.7.5.62, Eq.Mag.8.8, Ages.11.5, Arist.HA487a18, al., BGU446.18 (ii A.D.), Gal.8.53.
|Definition=collat. pres. of [[στερέω]], τινά τινος Th.2.43, Teles p.22 H., D.S.1.60, Gal.8.54; τὴν ψυχὴν ἀπό τινος LXX Ec.4.8:—Pass., c. gen., [[Herodotus|Hdt.]]4.159, [7.162], Th.1.73, 2.49, E.Supp.1093, Agatho 5, Pl.R. 413a, X.Cyr.7.5.62, Eq.Mag.8.8, Ages.11.5, Arist.HA487a18, al., BGU446.18 (ii A.D.), Gal.8.53.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:05, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στερίσκω Medium diacritics: στερίσκω Low diacritics: στερίσκω Capitals: ΣΤΕΡΙΣΚΩ
Transliteration A: sterískō Transliteration B: steriskō Transliteration C: sterisko Beta Code: steri/skw

English (LSJ)

collat. pres. of στερέω, τινά τινος Th.2.43, Teles p.22 H., D.S.1.60, Gal.8.54; τὴν ψυχὴν ἀπό τινος LXX Ec.4.8:—Pass., c. gen., Hdt.4.159, [7.162], Th.1.73, 2.49, E.Supp.1093, Agatho 5, Pl.R. 413a, X.Cyr.7.5.62, Eq.Mag.8.8, Ages.11.5, Arist.HA487a18, al., BGU446.18 (ii A.D.), Gal.8.53.

German (Pape)

[Seite 937] Nebenform von στερέω; στερίσκειν, Thuc. 2, 43; gewöhnl. praes. pass.; Eur. Suppl. 1093; τῆς χώρης στερισκόμενοι, Her. 4, 159; 7, 162; Thuc. 1, 73. 4, 106 u. öfter; Xen. Cyr. 7, 5, 63; ἀληθοῦς δόξης στερίσκεσθαι, Plat. Rep. III, 413 a; u. sonst oft; im praes. bei den Attikern gebräuchlicher als στερέω.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
priver, spolier ; Pass. être privé de, gén..
Étymologie: στερέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στερίσκω zie στερέω.

Russian (Dvoretsky)

στερίσκω: (= στερέω) лишать (τινά τινος Her., Eur., Diod.): ἐν τῷ ἴσῳ στερισκόμενος Thuc. лишенный (гражданского) равноправия.

Greek Monolingual

Α
(δ. τ.) στερώστερίσκω τὴν ψυχὴν μου ἀπὸ ἀγαθωσύνης», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος ενεστ. τ. τών στέρομαι / στερῶ με επίθημα -ίσχω, σχηματισμένος από τον μέλλ. στερήσω κατά το σχήμα εὑρίσκω: εὑρήσω.

Greek Monotonic

στερίσκω: = στερέω, μόνο σε ενεστ., αποστερώ, απογυμνώνω από κάτι, ξεγυμνώνω, ληστεύω, σε Ηρόδ., Αττ.

Greek (Liddell-Scott)

στερίσκω: Ἀττ. τύπος ἰσοδύναμος τῷ στερέω, τινά τινος Θουκ. 2. 43, Διοδ., κλπ. - Παθ. μετὰ γεν., Εὐρ. Ἱκ. 1093, Ἀγάθων παρ’ Ἀριστ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 6. 2, 6, Θουκ. 1. 73., 2. 49, Πλάτ., κλπ.· ἀλλ’ ὡσαύτως παρ’ Ἡροδ. 4. 159., 7. 162.

Middle Liddell

= στερέω only in pres.]
to deprive of a thing, Thuc.:—Pass. to be deprived of a thing, Hdt., attic