καταφαρμάσσω: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katafarmasso
|Transliteration C=katafarmasso
|Beta Code=katafarma/ssw
|Beta Code=katafarma/ssw
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[bewitch with drugs]], κατά με ἐφάρμαξας <span class="bibl">Hdt.2.181</span>: metaph., τῷ Πλάτωνος λόγῳ Διονύσιον κ. <span class="bibl">Plu.<span class="title">Dio</span> 14</span>.</span>
|Definition=[[bewitch with drugs]], κατά με ἐφάρμαξας = you have bewitched me [[Herodotus|Hdt.]]2.181: metaph., τῷ Πλάτωνος λόγῳ Διονύσιον καταφαρμάσσω = bewitch Dionysus with the words of Plato Plu.''Dio'' 14.
}}
{{ls
|lstext='''καταφαρμάσσω''': διὰ φαρμάκων [[μαγεύω]] ἢ καὶ βλάπττω, δηλητηριάζω (ὡς τὸ [[φαρμακεύω]]), κατά με ἐφάρμαξες Ἡρόδ. 2. 181· [[μαγεύω]], [[γοητεύω]], ὁ Δίων κατεπᾴδων καὶ κ. [[Διονύσιον]] τῷ τοῦ Πλάτωνος λόγῳ Πλουτ. Δίων 14· [[ἀνακουφίζω]], [[καταπραΰνω]], λογισμοῖς τὸ [[πάθος]] κ. Γρηγ. Νύσσ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=empoisonner ; <i>fig.</i> ensorceler, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[φαρμάσσω]].
|btext=empoisonner ; <i>fig.</i> ensorceler, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[φαρμάσσω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-φαρμάσσω betoveren (met middeltjes): κατά με ἐφάρμαξας je hebt mij betoverd Hdt. 2.181.3 (tmesis); overdr.: τῷ Πλάτωνος λόγῳ Διονύσιον κ. Dionysus betoveren met Plato’s leer Plut. Dion 14 1.
}}
{{pape
|ptext== [[καταφαρμακεύω]],<br><b class="num">a</b> <i>[[vergiften]]</i>, in tmesi, κατά με ἐφάρμαξας Her. 2.181.<br><b class="num">b</b> <i>[[bezaubern]]</i>, κατεπᾴδων καὶ καταφαρμάσσων τῷ λόγῳ τὸν [[Διονύσιον]] Plut. <i>Dion</i>. 14.
}}
{{elru
|elrutext='''καταφαρμάσσω:''' атт. καταφαρμάττω<br /><b class="num">1</b> [[отравлять]] (τινά Her. - in tmesi);<br /><b class="num">2</b> [[околдовывать]], [[зачаровывать]] (τῷ λόγῳ τινά Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 28:
|lsmtext='''καταφαρμάσσω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[θέλγω]] με φάρμακα, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''καταφαρμάσσω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[θέλγω]] με φάρμακα, σε Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καταφαρμάσσω:''' атт. καταφαρμάττω<br /><b class="num">1)</b> [[отравлять]] (τινά Her. - in tmesi);<br /><b class="num">2)</b> [[околдовывать]], [[зачаровывать]] (τῷ λόγῳ τινά Plut.).
|lstext='''καταφαρμάσσω''': διὰ φαρμάκων [[μαγεύω]] ἢ καὶ βλάπττω, δηλητηριάζω (ὡς τὸ [[φαρμακεύω]]), κατά με ἐφάρμαξες Ἡρόδ. 2. 181· [[μαγεύω]], [[γοητεύω]], ὁ Δίων κατεπᾴδων καὶ κ. [[Διονύσιον]] τῷ τοῦ Πλάτωνος λόγῳ Πλουτ. Δίων 14· [[ἀνακουφίζω]], [[καταπραΰνω]], λογισμοῖς τὸ [[πάθος]] κ. Γρηγ. Νύσσ.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-φαρμάσσω betoveren (met middeltjes): κατά με ἐφάρμαξας je hebt mij betoverd Hdt. 2.181.3 (tmesis); overdr.: τῷ Πλάτωνος λόγῳ Διονύσιον κ. Dionysus betoveren met Plato’s leer Plut. Dion 14 1.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ξω<br />to [[bewitch]] with drugs, Hdt.
|mdlsjtxt=fut. ξω<br />to [[bewitch]] with drugs, Hdt.
}}
}}

Latest revision as of 12:07, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταφαρμάσσω Medium diacritics: καταφαρμάσσω Low diacritics: καταφαρμάσσω Capitals: ΚΑΤΑΦΑΡΜΑΣΣΩ
Transliteration A: katapharmássō Transliteration B: katapharmassō Transliteration C: katafarmasso Beta Code: katafarma/ssw

English (LSJ)

bewitch with drugs, κατά με ἐφάρμαξας = you have bewitched me Hdt.2.181: metaph., τῷ Πλάτωνος λόγῳ Διονύσιον καταφαρμάσσω = bewitch Dionysus with the words of Plato Plu.Dio 14.

French (Bailly abrégé)

empoisonner ; fig. ensorceler, acc..
Étymologie: κατά, φαρμάσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-φαρμάσσω betoveren (met middeltjes): κατά με ἐφάρμαξας je hebt mij betoverd Hdt. 2.181.3 (tmesis); overdr.: τῷ Πλάτωνος λόγῳ Διονύσιον κ. Dionysus betoveren met Plato’s leer Plut. Dion 14 1.

German (Pape)

καταφαρμακεύω,
a vergiften, in tmesi, κατά με ἐφάρμαξας Her. 2.181.
b bezaubern, κατεπᾴδων καὶ καταφαρμάσσων τῷ λόγῳ τὸν Διονύσιον Plut. Dion. 14.

Russian (Dvoretsky)

καταφαρμάσσω: атт. καταφαρμάττω
1 отравлять (τινά Her. - in tmesi);
2 околдовывать, зачаровывать (τῷ λόγῳ τινά Plut.).

Greek Monolingual

καταφαρμάσσω (Α)
1. δηλητηριάζω ή μαγεύω κάποιον με φάρμακα
2. μτφ. γοητεύω, μαγεύω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + φαρμάσσω «δηλητηριάζω ή μαγεύω κάποιον με φάρμακα»].

Greek Monotonic

καταφαρμάσσω: μέλ. -ξω, θέλγω με φάρμακα, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

καταφαρμάσσω: διὰ φαρμάκων μαγεύω ἢ καὶ βλάπττω, δηλητηριάζω (ὡς τὸ φαρμακεύω), κατά με ἐφάρμαξες Ἡρόδ. 2. 181· μαγεύω, γοητεύω, ὁ Δίων κατεπᾴδων καὶ κ. Διονύσιον τῷ τοῦ Πλάτωνος λόγῳ Πλουτ. Δίων 14· ἀνακουφίζω, καταπραΰνω, λογισμοῖς τὸ πάθος κ. Γρηγ. Νύσσ.

Middle Liddell

fut. ξω
to bewitch with drugs, Hdt.