βεκκεσέληνος: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(1b)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=vekkeselinos
|Transliteration C=vekkeselinos
|Beta Code=bekkese/lhnos
|Beta Code=bekkese/lhnos
|Definition=ον, (<b class="b3">βέκος</b>, cf. [[προσέληνος]], and v. <span class="bibl">Hdt.2.2</span>) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ἀρχαῖος]], <b class="b2">superannuated, doting</b>, coined by <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>398</span>, cf. Plu.2.881a.</span>
|Definition=βεκκεσέληνον, ([[βέκος]], cf. [[προσέληνος]], and v. [[Herodotus|Hdt.]]2.2) = [[ἀρχαῖος]], [[superannuated]], [[doting]], coined by Ar.''Nu.''398, cf. Plu.2.881a.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[primitivo]], [[ignorante]] ref. a Estrepsíades, Ar.<i>Nu</i>.398, cf. Plu.2.881a.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0441.png Seite 441]] (nach Schol. Ar. Nubb. 397 auf die von Her. 2, 2 erzählte Sage gehend, daß βέκκος in der ältesten Sprache u. bei den Phrygern das Brot bedeutet, u. daß die Arkader προσέληνοι heißen; also) uralt, altfränkisch, einfältig; Ar. a. a. O.; Plut. plac. phil. 1, 7 [[λῆρος]]. Die Erkl. mondsüchtig scheint falsch.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0441.png Seite 441]] (nach Schol. Ar. Nubb. 397 auf die von Her. 2, 2 erzählte Sage gehend, daß βέκκος in der ältesten Sprache u. bei den Phrygern das Brot bedeutet, u. daß die Arkader προσέληνοι heißen; also) uralt, altfränkisch, einfältig; Ar. a. a. O.; Plut. plac. phil. 1, 7 [[λῆρος]]. Die Erkl. mondsüchtig scheint falsch.
}}
{{ls
|lstext='''βεκκεσέληνος''': -ον, = [[ἀρχαῖος]], ὁ διά τὴν ἀρχαιότητα [[ἀνίκανος]], [[ἀνόητος]], [[βλάξ]], ὡς τὰ κρονικός, κρόνιος Ἀριστοφ. Νεφ. 398, πρβλ. Πλούτ. 2.881Α. (Ὁ Ἀριστοφάνης, φαίνεται, ἐδημιούργησε τήν λέξιν αἰνιττόμενος τὸ [[διήγημα]] περὶ τοῦ βέκος παρ’ Ἡροδ. 2.2. καὶ τὸν ἰσχυρισμὸν τῶν Ἀρκάδων ὅτι ἦσαν προσέληνοι).
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />primitif ; simple, niais.<br />'''Étymologie:''' orig. inconnue ; -σέληνος de [[σελήνη]].
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />primitif ; simple, niais.<br />'''Étymologie:''' orig. inconnue ; -σέληνος de [[σελήνη]].
}}
}}
{{DGE
{{elnl
|dgtxt=-ον<br />[[primitivo]], [[ignorante]]ref. a Estrepsíades, Ar.<i>Nu</i>.398, cf. Plu.2.881a.
|elnltext=[[βεκκεσέληνος]] -ον [[βέκος]], [[σελήνη]] [[seniel]], [[achterlijk]].
}}
{{elru
|elrutext='''βεκκεσέληνος:''' ирон. стародавний, т. е. простецкий, простоватый ([[μῶρος]] καὶ β. Arph.; [[λῆρος]] Plut.).
}}
{{ls
|lstext='''βεκκεσέληνος''': -ον, = [[ἀρχαῖος]], ὁ διά τὴν ἀρχαιότητα [[ἀνίκανος]], [[ἀνόητος]], [[βλάξ]], ὡς τὰ κρονικός, κρόνιος Ἀριστοφ. Νεφ. 398, πρβλ. Πλούτ. 2.881Α. (Ὁ Ἀριστοφάνης, φαίνεται, ἐδημιούργησε τήν λέξιν αἰνιττόμενος τὸ [[διήγημα]] περὶ τοῦ βέκος παρ’ Ἡροδ. 2.2. καὶ τὸν ἰσχυρισμὸν τῶν Ἀρκάδων ὅτι ἦσαν προσέληνοι).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 34:
|lsmtext='''βεκκεσέληνος:''' -ον ([[σελήνη]]), απαρχαιωμένος, [[υπέργηρος]], ξεμωραμένος, σε Αριστοφ. ([[νεολογισμός]] που δημιουργήθηκε από την [[ιστορία]] σχετικά με το [[βέκος]] στον Ηρόδ. 2. 2., και από τον ισχυρισμό των Αρκάδων ότι ήταν <i>προ-σέληνοι</i>).
|lsmtext='''βεκκεσέληνος:''' -ον ([[σελήνη]]), απαρχαιωμένος, [[υπέργηρος]], ξεμωραμένος, σε Αριστοφ. ([[νεολογισμός]] που δημιουργήθηκε από την [[ιστορία]] σχετικά με το [[βέκος]] στον Ηρόδ. 2. 2., και από τον ισχυρισμό των Αρκάδων ότι ήταν <i>προ-σέληνοι</i>).
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''βεκκεσέληνος:''' ирон. стародавний, т. е. простецкий, простоватый ([[μῶρος]] καὶ β. Arph.; [[λῆρος]] Plut.).
|mdlsjtxt=[A [[word]] [[coined]] from the [[story]] [[about]] [[βέκος]] in Hdt. 2. 2, and the Arcadian [[claim]] of [[being]] προσέληνοι.] [[σελήνη]]<br />[[superannuated]], doting, Ar.
}}
}}

Latest revision as of 12:07, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βεκκεσέληνος Medium diacritics: βεκκεσέληνος Low diacritics: βεκκεσέληνος Capitals: ΒΕΚΚΕΣΕΛΗΝΟΣ
Transliteration A: bekkesélēnos Transliteration B: bekkeselēnos Transliteration C: vekkeselinos Beta Code: bekkese/lhnos

English (LSJ)

βεκκεσέληνον, (βέκος, cf. προσέληνος, and v. Hdt.2.2) = ἀρχαῖος, superannuated, doting, coined by Ar.Nu.398, cf. Plu.2.881a.

Spanish (DGE)

-ον
primitivo, ignorante ref. a Estrepsíades, Ar.Nu.398, cf. Plu.2.881a.

German (Pape)

[Seite 441] (nach Schol. Ar. Nubb. 397 auf die von Her. 2, 2 erzählte Sage gehend, daß βέκκος in der ältesten Sprache u. bei den Phrygern das Brot bedeutet, u. daß die Arkader προσέληνοι heißen; also) uralt, altfränkisch, einfältig; Ar. a. a. O.; Plut. plac. phil. 1, 7 λῆρος. Die Erkl. mondsüchtig scheint falsch.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
primitif ; simple, niais.
Étymologie: orig. inconnue ; -σέληνος de σελήνη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βεκκεσέληνος -ον βέκος, σελήνη seniel, achterlijk.

Russian (Dvoretsky)

βεκκεσέληνος: ирон. стародавний, т. е. простецкий, простоватый (μῶρος καὶ β. Arph.; λῆρος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

βεκκεσέληνος: -ον, = ἀρχαῖος, ὁ διά τὴν ἀρχαιότητα ἀνίκανος, ἀνόητος, βλάξ, ὡς τὰ κρονικός, κρόνιος Ἀριστοφ. Νεφ. 398, πρβλ. Πλούτ. 2.881Α. (Ὁ Ἀριστοφάνης, φαίνεται, ἐδημιούργησε τήν λέξιν αἰνιττόμενος τὸ διήγημα περὶ τοῦ βέκος παρ’ Ἡροδ. 2.2. καὶ τὸν ἰσχυρισμὸν τῶν Ἀρκάδων ὅτι ἦσαν προσέληνοι).

Greek Monolingual

βεκκεσέλληνος, -ον (Α)
απαρχαιωμένος, ξεκουτιασμένος, ανόητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βέκος + σελήνη, αν η λ. βέκος συνδεθεί με την έννοια της αρχαιότητας, ως η πιο αρχαία λ. που επινόησαν οι άνθρωποι].

Greek Monotonic

βεκκεσέληνος: -ον (σελήνη), απαρχαιωμένος, υπέργηρος, ξεμωραμένος, σε Αριστοφ. (νεολογισμός που δημιουργήθηκε από την ιστορία σχετικά με το βέκος στον Ηρόδ. 2. 2., και από τον ισχυρισμό των Αρκάδων ότι ήταν προ-σέληνοι).

Middle Liddell

[A word coined from the story about βέκος in Hdt. 2. 2, and the Arcadian claim of being προσέληνοι.] σελήνη
superannuated, doting, Ar.