ἐξανασπάω: Difference between revisions

From LSJ

διὰ τῆς σιωπῆς πικρότερον κατηγορεῖ → through silence you accuse yourself more harshly (Menander)

Source
m (LSJ1 replacement)
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eksanaspao
|Transliteration C=eksanaspao
|Beta Code=e)canaspa/w
|Beta Code=e)canaspa/w
|Definition=[[tear away from]], ἐκ τῶν βάθρων Hdt.5.85; βάθρων E. ''Ph.''1132: [[tear up from]], [ἐλάτην] χθονός Id.''Ba.''1110.
|Definition=[[tear away from]], ἐκ τῶν βάθρων [[Herodotus|Hdt.]]5.85; βάθρων E. ''Ph.''1132: [[tear up from]], [ἐλάτην] χθονός Id.''Ba.''1110.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 12:07, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξανασπάω Medium diacritics: ἐξανασπάω Low diacritics: εξανασπάω Capitals: ΕΞΑΝΑΣΠΑΩ
Transliteration A: exanaspáō Transliteration B: exanaspaō Transliteration C: eksanaspao Beta Code: e)canaspa/w

English (LSJ)

tear away from, ἐκ τῶν βάθρων Hdt.5.85; βάθρων E. Ph.1132: tear up from, [ἐλάτην] χθονός Id.Ba.1110.

Spanish (DGE)

arrancar, extirpar c. gen. o ἐκ y gen. τὰ ἀγάλματα ... ἐκ τῶν βάθρων ἐξανασπᾶν Hdt.5.85, πόλιν ... ἐξανασπάσας βάθρων E.Ph.1132, (ἐλάτην) ἐξανέσπασαν χθονός E.Ba.1110.

German (Pape)

[Seite 868] (s. σπάω), heraus- u. emporziehen, τινός, aus Etwas, Eur. Phoen. 1139 Bacch. 1108; ἐκ τῶν βάθρων Her. 5, 85.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
tirer du fond de : ἔκ τινος du fond de qch.
Étymologie: ἐξ, ἀνασπάω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξανασπάω:
1 вытаскивать, выдергивать (ἐλάτην χθονός Eur.);
2 стаскивать, срывать (πόλιν βάθρων Eur.; ἀγάλματα ἐκ τῶν βάθρων Her.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξανασπάω: μέλλ. -άσω, ἐξάγω τι βιαίως ἐκ τῆς ἑαυτοῦ θέσεως, τὰ ἀγάλματα... ἐπειρῶντο ἐκ τῶν βάθρων ἐξανασπᾶν Ἡρόδ. 5. 85· μοχλοῖσιν ἐξανασπάσας βάθρων Εὐρ. Φοίν. 1132· ἀποσπῶ ἔκ τινος, ἐκριζόω, «ξερριζώνω», αἱ δὲ (μαινάδες) μυρίαν χέρα προσέθεσαν ἐλάτῃ κἀξανέσπασαν χθονὸς ὁ αὐτ. Βάκχ. 1110.

Greek Monotonic

ἐξανασπάω: μέλ. -άσω [ᾰ], αποσπώ, ξεκολλώ από, σε Ηρόδ., Ευρ.· κομματιάζω, ξερριζώνω από, χθονός, στον ίδ.

Middle Liddell

fut. άσω
to tear away from, Hdt., Eur.: to tear up from, χθονός Eur.