σύμμιγα: Difference between revisions
Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him
m (LSJ1 replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=symmiga | |Transliteration C=symmiga | ||
|Beta Code=su/mmiga | |Beta Code=su/mmiga | ||
|Definition=Adv. [[promiscuously with]], c. dat., Hdt.6.58. | |Definition=Adv. [[promiscuously with]], c. dat., [[Herodotus|Hdt.]]6.58. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:08, 4 September 2023
English (LSJ)
Adv. promiscuously with, c. dat., Hdt.6.58.
German (Pape)
[Seite 982] adv., gemischt, zugleich mit, τινί, Her. 6, 58.
French (Bailly abrégé)
adv.
confusément, pêle-mêle avec, τινι.
Étymologie: συμμίγνυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύμμιγα [συμμείγνυμι] adv., gemengd, samen, met dat. met iem.
Russian (Dvoretsky)
σύμμῐγᾰ: adv. совместно, вместе (τισι ποιεῖν τι Her.).
Greek Monolingual
Α
επίρρ. μαζί με κάποιον, συμμίκτως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συμμιγ- του συμμιγνύω «αναμιγνύω, ανακατεύω» + επιρρμ. κατάλ. -α].
Greek Monotonic
σύμμῐγᾰ: επίρρ., μαζί, ανάμεικτα με άλλους, ανάκατα, με δοτ., σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
σύμμῐγᾰ: Ἐπίρρ., συμμίκτως, μίγδην, ὁμοῦ μετά τινος, σύμμιγα τῇσι γυναικὶ κόπτονται Ἡρόδ. 6. 58.
Middle Liddell
promiscuously with others, c. dat., Hdt.