μηχανορράφος: Difference between revisions

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "S.''OT''" to "S.''OT''")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=michanorrafos
|Transliteration C=michanorrafos
|Beta Code=mhxanorra/fos
|Beta Code=mhxanorra/fos
|Definition=[ρᾰ], ον [[forming crafty plans]], S.''OT''387: c. gen., <b class="b3">μ. κακῶν</b> [[crafty schemers]] of ill, E.''Andr.''447, cf. 1116.
|Definition=[ρᾰ], ον [[forming crafty plans]], [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]''387: c. gen., <b class="b3">μ. κακῶν</b> [[crafty schemers]] of ill, E.''Andr.''447, cf. 1116.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 11:05, 18 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηχᾰνορράφος Medium diacritics: μηχανορράφος Low diacritics: μηχανορράφος Capitals: ΜΗΧΑΝΟΡΡΑΦΟΣ
Transliteration A: mēchanorráphos Transliteration B: mēchanorraphos Transliteration C: michanorrafos Beta Code: mhxanorra/fos

English (LSJ)

[ρᾰ], ον forming crafty plans, S.OT387: c. gen., μ. κακῶν crafty schemers of ill, E.Andr.447, cf. 1116.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui trame des machinations.
Étymologie: μηχανή, ῥάπτω.

German (Pape)

Ränke (zusammennähend) schmiedend, Listen ersinnend; ὑφεὶς μάγον τοιόνδε μηχανορράφον Soph. O.R. 387; κακῶν Eur. Andr. 448.

Russian (Dvoretsky)

μηχᾰνορράφος: строящий козни, коварный (μάγος Soph.): μ. κακῶν Eur. виновник несчастий.

Greek (Liddell-Scott)

μηχᾰνορράφος: -ον, ὁ παρασκευάζων πανοῦργα καὶ δόλια σχέδια, δολοπλόκος, Σοφ. Ο. Τ. 387· μετὰ γεν., μ. κακῶν, δόλιοι ἐργάται κακῶν, Εὐρ. Ἀνδρ. 447, πρβλ. 1116 - Καθ’ Ἡσύχ.: «μηχανορράφος· κατασκευαστής, ἐπινοητὴς κακῶν».

Greek Monolingual

-ο (ΑΜ μηχανορράφος, -ον)
(ως ουσ. και ως επίθ.) αυτός που εφευρίσκει δόλια μέσα, ραδιούργος, δολοπλόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + -ρράφος (< ραφή < ράπτω), πρβλ. ιστιορράφος, νευρορράφος].

Greek Monotonic

μηχᾰνορράφος: -ον (ῥάπτω), αυτός που ασχολείται με δολοπλοκίες, σε Σοφ.· με γεν., μηχανορράφος κακῶν, δόλιοι πρωταίτιοι συμφορών, σε Ευρ.

Middle Liddell

μηχᾰνορ-ράφος, ον ῥάπτω
craftily-dealing, soph.: c. gen., μ. κακῶν crafty workers of ill, Eur.

English (Woodhouse)

cunning, maker, treacherous

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)