προληπτικός: Difference between revisions
καλῶς δρῶν ἐξαμαρτεῖν μᾶλλον ἢ νικᾶν κακῶς → I would prefer to fail with honor than to win by evil | I prefer to fail by acting rightly rather than win by acting wrongly | Better fail by doing right, than win by doing wrong (Sophocles, Philoctetes 95)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=proliptikos | |Transliteration C=proliptikos | ||
|Beta Code=prolhptiko/s | |Beta Code=prolhptiko/s | ||
|Definition= | |Definition=προληπτική, προληπτικόν,<br><span class="bld">A</span> [[anticipative]], κίνησις Plu. 2.427e; σχῆμα Anon.''Fig.''p.158 S.; <b class="b3">χρόνος π. τοῦ ἀποτελέσματος</b> Vett. Val.244.31. Adv. [[προληπτικῶς]] Sch.[[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''35, A.D.''Pron.''10.22: Comp. προληπτικώτερον [[prematurely]], ib.47.10.<br><span class="bld">2</span> Adv. [[προληπτικῶς]] = [[by way of]] πρόληψις 1.1, opp. [[δοξαστικῶς]], Phld.''Oec.''p.14 J.<br><span class="bld">II</span> Medic., of intermittent fevers, [[coming before the time]], Gal.7.359. Adv. [[προληπτικῶς]] ib.361. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />qui anticipe.<br />'''Étymologie:''' [[προλαμβάνω]]. | |btext=ή, όν :<br />[[qui anticipe]].<br />'''Étymologie:''' [[προλαμβάνω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προληπτικός:''' [[предвосхищающий]] ([[κίνησις]] ἀρχηγὸς καὶ προληπτική Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[προληπτικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[προλαμβάνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[πρόληψη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που συντελεί στο να μη γίνει ή να μην εκδηλωθεί [[κάτι]] (α. «πήραν προληπτικά [[μέτρα]] για να αποφύγουν δυσάρεστες εξελίξεις» β. «προληπτική [[λογοκρισία]]» — [[λογοκρισία]] που επιβάλλεται [[πριν]] από [[δημοσίευση]])<br /><b>2.</b> αυτός που έχει προλήψεις, ο [[δεισιδαίμονας]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το προληπτικό</i><br />[[μέτρο]] ή [[μέσο]] με το οποίο προλαμβάνεται η [[εκδήλωση]] ενός κακού<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «προληπτικό [[κατηγορούμενο]]»<br /><b>γραμμ.</b> [[κατηγορούμενο]] το οποίο εκφράζει εκ τών προτέρων το [[αποτέλεσμα]] μιας πράξης και ισοδυναμεί με συμπερασματική [[πρόταση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ιατρ.</b> (για διαλείποντα πυρετό) αυτός που εμφανίζεται πρόωρα<br /><b>2.</b> (το ουδ. σε συγκριτ. βαθμό ως επίρρ.) <i>προληπτικώτερον</i><br />πρόωρα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>προληπτικώς</i> / <i>προληπτικῶς</i> ΝΑ, και <i>προληπτικά</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο προληπτικό. | |mltxt=-ή, -ό / [[προληπτικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[προλαμβάνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[πρόληψη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που συντελεί στο να μη γίνει ή να μην εκδηλωθεί [[κάτι]] (α. «πήραν προληπτικά [[μέτρα]] για να αποφύγουν δυσάρεστες εξελίξεις» β. «προληπτική [[λογοκρισία]]» — [[λογοκρισία]] που επιβάλλεται [[πριν]] από [[δημοσίευση]])<br /><b>2.</b> αυτός που έχει προλήψεις, ο [[δεισιδαίμονας]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το προληπτικό</i><br />[[μέτρο]] ή [[μέσο]] με το οποίο προλαμβάνεται η [[εκδήλωση]] ενός κακού<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «προληπτικό [[κατηγορούμενο]]»<br /><b>γραμμ.</b> [[κατηγορούμενο]] το οποίο εκφράζει εκ τών προτέρων το [[αποτέλεσμα]] μιας πράξης και ισοδυναμεί με συμπερασματική [[πρόταση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ιατρ.</b> (για διαλείποντα πυρετό) αυτός που εμφανίζεται πρόωρα<br /><b>2.</b> (το ουδ. σε συγκριτ. βαθμό ως επίρρ.) <i>προληπτικώτερον</i><br />πρόωρα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>προληπτικώς</i> / <i>προληπτικῶς</i> ΝΑ, και <i>προληπτικά</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο προληπτικό. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:00, 21 September 2023
English (LSJ)
προληπτική, προληπτικόν,
A anticipative, κίνησις Plu. 2.427e; σχῆμα Anon.Fig.p.158 S.; χρόνος π. τοῦ ἀποτελέσματος Vett. Val.244.31. Adv. προληπτικῶς Sch.Ar.Av.35, A.D.Pron.10.22: Comp. προληπτικώτερον prematurely, ib.47.10.
2 Adv. προληπτικῶς = by way of πρόληψις 1.1, opp. δοξαστικῶς, Phld.Oec.p.14 J.
II Medic., of intermittent fevers, coming before the time, Gal.7.359. Adv. προληπτικῶς ib.361.
German (Pape)
[Seite 733] ή, όν, voraus od. vorweg nehmend, vorgreifend, Plut. def. or. 32 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui anticipe.
Étymologie: προλαμβάνω.
Russian (Dvoretsky)
προληπτικός: предвосхищающий (κίνησις ἀρχηγὸς καὶ προληπτική Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
προληπτικός: -ή, -όν, ὁ προλαμβάνων, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ προλαμβάνειν, δύναμις Πλούτ. 2. 427D· σχῆμα Ρήτορ. Waltz 8. 666. Ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 35, κτλ.
Greek Monolingual
-ή, -ό / προληπτικός, -ή, -όν, ΝΑ προλαμβάνω
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρόληψη
νεοελλ.
1. αυτός που συντελεί στο να μη γίνει ή να μην εκδηλωθεί κάτι (α. «πήραν προληπτικά μέτρα για να αποφύγουν δυσάρεστες εξελίξεις» β. «προληπτική λογοκρισία» — λογοκρισία που επιβάλλεται πριν από δημοσίευση)
2. αυτός που έχει προλήψεις, ο δεισιδαίμονας
3. το ουδ. ως ουσ. το προληπτικό
μέτρο ή μέσο με το οποίο προλαμβάνεται η εκδήλωση ενός κακού
4. φρ. «προληπτικό κατηγορούμενο»
γραμμ. κατηγορούμενο το οποίο εκφράζει εκ τών προτέρων το αποτέλεσμα μιας πράξης και ισοδυναμεί με συμπερασματική πρόταση
αρχ.
ιατρ. (για διαλείποντα πυρετό) αυτός που εμφανίζεται πρόωρα
2. (το ουδ. σε συγκριτ. βαθμό ως επίρρ.) προληπτικώτερον
πρόωρα.
επίρρ...
προληπτικώς / προληπτικῶς ΝΑ, και προληπτικά Ν
κατά τρόπο προληπτικό.