ἀναχάσκω: Difference between revisions
λόγος γέ τοί τις ἔστι τῶν γεραιτέρων, ὅσ' ἂν ἀνόητ' ἢ µῶρα βουλευσώµεθα, ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡµῖν ξυµφέρειν → there is in fact a saying among the elders, that whatever thoughtless, stupid decisions we make, they all turn out for the best for us
m (LSJ1 replacement) |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anachasko | |Transliteration C=anachasko | ||
|Beta Code=a)naxa/skw | |Beta Code=a)naxa/skw | ||
|Definition=only pres. and impf., Ar.''Av.''502, ''Fr.''68, Luc.''VH''2.1; ''poet.'' ἄγχασκε Pherecr.196:—other tenses from pres. [[αναχαίνω]], fut. αναχᾰνοῦμαι Hp.''Superf.''29: aor. 2 ἀνέχανον: pf. ἀνακέχηνα:—[[open the mouth]], [[gape wide]], ἀναχανὼν μέγα [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''641; στόμα ἀνακεχηνός Hp.''Nat.Mul.''45. | |Definition=only pres. and impf., [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''502, ''Fr.''68, Luc.''VH''2.1; ''poet.'' ἄγχασκε Pherecr.196:—other tenses from pres. [[αναχαίνω]], fut. αναχᾰνοῦμαι Hp.''Superf.''29: aor. 2 ἀνέχανον: pf. ἀνακέχηνα:—[[open the mouth]], [[gape wide]], ἀναχανὼν μέγα [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''641; στόμα ἀνακεχηνός Hp.''Nat.Mul.''45. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 07:04, 21 September 2023
English (LSJ)
only pres. and impf., Ar.Av.502, Fr.68, Luc.VH2.1; poet. ἄγχασκε Pherecr.196:—other tenses from pres. αναχαίνω, fut. αναχᾰνοῦμαι Hp.Superf.29: aor. 2 ἀνέχανον: pf. ἀνακέχηνα:—open the mouth, gape wide, ἀναχανὼν μέγα Ar.Eq.641; στόμα ἀνακεχηνός Hp.Nat.Mul.45.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): poet. ἀγχ- Pherecr.196
abrir la boca Ar.Au.502, Fr.68, Pherecr.l.c., Luc.VH 2.1
•medic. abrirse del cuello de la matriz, Alcmaeo B 3, Hp.Superf.32, Vict.1.30.
German (Pape)
[Seite 215] = ἀναχαίνω, nur praes., Ar. Av. 502; impf., Luc. V. H. 2, 1.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf.
att. p. ἀναχαίνω.
Étymologie: ἀνά, χάσκω.
Russian (Dvoretsky)
ἀναχάσκω: (только praes. Arph. и impf. Luc.) = ἀναχαίνω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναχάσκω: ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., Ἀριστοφ. Ὄρν. 502, παρ’ Ἀθην. 86F. (Ἀριστοφ. ἐν «Βαβυλωνίοις»), Λουκ. π. Ἀλ. Ἱστ. 2.1· ποιητ. ἄγχασκε Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 22: - οἱ λοιποὶ χρόνοι σχηματίζονται ἐκ τοῦ μεταγεν. ἐνεστ. ἀναχαίνω: μέλλ. -χᾰνοῦμαι Ἱππ. 264. 51., 678. 34. -ἀόρ. β΄ ἀνέχᾰνον: πρκμ. ἀνακέχηνα: -ἀνοίγω μεγάλως τὸ στόμα μου, κἀναχανὼν μέγα ἀνέκραγον Ἀριστοφ. Ἱππ. 641· στόμα ἀνακεχηνὸς Ἱπποκρ. 579. 40, πρβλ. 36.
Greek Monolingual
(Α ἀναχάσκω)
νεοελλ.
1. παρακολουθώ βλακωδώς, χαζεύω
2. γελώ δυνατά
αρχ.
έχω το στόμα μου ανοιχτό, χάσκω.
Greek Monotonic
ἀναχάσκω: μόνο στον ενεστ. και παρατ. οι άλλοι χρόνοι σχηματίζονται από το *ἀναχαίνω, μέλ. -χᾰνοῦμαι, αόρ. βʹ ἀνέχᾰνον, παρακ. -κέχηνα· ανοίγω το στόμα, χάσκω με ανοιχτό στόμα, σε Αριστοφ., Λουκ.
Middle Liddell
only in pres. and imperf., the other tenses being formed from *ἀναχαίνω
to open the mouth, gape wide, Ar., Luc.