οὑτοσί: Difference between revisions

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
(30)
m (Text replacement - "attic" to "Attic")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0423.png Seite 423]] αὐτηΐ, [[τουτί]], gen. τουτουΐ u. s. w., plur. οὑτοιΐ, [[ταυτί]], mit verstärkter Hinzeigung, <b class="b2">dieserhier</b>, oft bei Att., bes. Ar. u. Plat.; οὑτοσίν vor Vocalen; die Komiker haben im fem. u. neutr., um den Hiatus zu vermeiden, auch αὑτηγί, Ar. Ach. 749, τουτογί, Vesp. 781 Av. 894, oft, ταυταγί, Equ. 492 Av. 171, oft. [Dieses angehängte ι ist immer lang, der vorangchende Diphthong aber wird verkürzt, so daß αὑτηΐ, τουτουΐ Kretiker werden.]
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0423.png Seite 423]] αὐτηΐ, [[τουτί]], gen. τουτουΐ u. s. w., plur. οὑτοιΐ, [[ταυτί]], mit verstärkter Hinzeigung, [[dieserhier]], oft bei Att., bes. Ar. u. Plat.; οὑτοσίν vor Vocalen; die Komiker haben im fem. u. neutr., um den Hiatus zu vermeiden, auch αὑτηγί, Ar. Ach. 749, τουτογί, Vesp. 781 Av. 894, oft, ταυταγί, Equ. 492 Av. 171, oft. [Dieses angehängte ι ist immer lang, der vorangchende Diphthong aber wird verkürzt, so daß αὑτηΐ, τουτουΐ Kretiker werden.]
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=αυτηί, [[τουτί]] (Α [[οὑτοσί]], αὑτηί, [[τουτί]])<br />(νεοελλ. μόνο το αρσ.) ([[εκτεταμένος]] [[τύπος]] της δεικτ. αντων. [[οὗτος]], <i>αὕτη</i>, <i>τοῡτο</i> με το δεικτ. -<i>ί</i>, για δακτυλοδεικτούμενο πρόσ. ή [[πράγμα]]) αυτός εδώ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[ούτος]]].
|mltxt=αυτηί, [[τουτί]] (Α [[οὑτοσί]], αὑτηί, [[τουτί]])<br />(νεοελλ. μόνο το αρσ.) ([[εκτεταμένος]] [[τύπος]] της δεικτ. αντων. [[οὗτος]], <i>αὕτη</i>, <i>τοῦτο</i> με το δεικτ. -<i>ί</i>, για δακτυλοδεικτούμενο πρόσ. ή [[πράγμα]]) αυτός εδώ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[ούτος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''οὑτοσί:''' αὑτη-ΐ, τουτ-ί κ.λπ.· η [[οὗτος]] επιτετ. με το δεικτικό [[επίθημα]] -ὶ [ῑ], αυτός εδώ ο άντρας, Λατ. [[hic]]-ce, σε Αριστοφ., Αττ. [[πεζογραφία]]· [[μετά]] από [[φωνήεν]], ο [[φθόγγος]] <i>γ</i> [[συχνά]] εντίθεται στη [[λέξη]], <i>αὑτηγί</i> αντί <i>αὑτηΐ γε</i>, <i>ταυταγί</i> αντί <i>ταυταί γε</i> κ.λπ., σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''οὑτοσί:''' (ν), αὑτη-ΐ(ν), τουτ-ί(ν), gen. τουτου-ΐ, τουτησί, [[τουτουΐ]] (дифтонги перед ι кратки; [[αὑτηΐ]] = [[αὑτηΐ]] γε, [[τουτογί]] = [[τουτί]] γε и т. д.) (intens. к [[οὗτος]]) именно вот этот, тот самый Arph., Plat. etc.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[οὗτος]] strengthd. by the demonstr. [[affix]] -ί [ῑ]]<br />[[this]] man [[here]], Lat. hic-ce, Ar. and Attic Prose: [[after]] a vowel, γ is often inserted, αὑτηγί for [[αὑτηΐ]] γε, ταυταγί for ταυταί γε, etc., Ar.
}}
}}

Latest revision as of 13:02, 21 September 2023

German (Pape)

[Seite 423] αὐτηΐ, τουτί, gen. τουτουΐ u. s. w., plur. οὑτοιΐ, ταυτί, mit verstärkter Hinzeigung, dieserhier, oft bei Att., bes. Ar. u. Plat.; οὑτοσίν vor Vocalen; die Komiker haben im fem. u. neutr., um den Hiatus zu vermeiden, auch αὑτηγί, Ar. Ach. 749, τουτογί, Vesp. 781 Av. 894, oft, ταυταγί, Equ. 492 Av. 171, oft. [Dieses angehängte ι ist immer lang, der vorangchende Diphthong aber wird verkürzt, so daß αὑτηΐ, τουτουΐ Kretiker werden.]

French (Bailly abrégé)

αὑτηΐ, τουτοΐ;
τουτουΐ, ταυτησί, τουτουΐ;
att. c. οὗτος.
Étymologie: οὗτος, -ι.

Greek Monolingual

αυτηί, τουτίοὑτοσί, αὑτηί, τουτί)
(νεοελλ. μόνο το αρσ.) (εκτεταμένος τύπος της δεικτ. αντων. οὗτος, αὕτη, τοῦτο με το δεικτ. -ί, για δακτυλοδεικτούμενο πρόσ. ή πράγμα) αυτός εδώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ούτος].

Greek Monotonic

οὑτοσί: αὑτη-ΐ, τουτ-ί κ.λπ.· η οὗτος επιτετ. με το δεικτικό επίθημα -ὶ [ῑ], αυτός εδώ ο άντρας, Λατ. hic-ce, σε Αριστοφ., Αττ. πεζογραφία· μετά από φωνήεν, ο φθόγγος γ συχνά εντίθεται στη λέξη, αὑτηγί αντί αὑτηΐ γε, ταυταγί αντί ταυταί γε κ.λπ., σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

οὑτοσί: (ν), αὑτη-ΐ(ν), τουτ-ί(ν), gen. τουτου-ΐ, τουτησί, τουτουΐ (дифтонги перед ι кратки; αὑτηΐ = αὑτηΐ γε, τουτογί = τουτί γε и т. д.) (intens. к οὗτος) именно вот этот, тот самый Arph., Plat. etc.

Middle Liddell

οὗτος strengthd. by the demonstr. affix -ί [ῑ]]
this man here, Lat. hic-ce, Ar. and Attic Prose: after a vowel, γ is often inserted, αὑτηγί for αὑτηΐ γε, ταυταγί for ταυταί γε, etc., Ar.