πλανήτης: Difference between revisions
Ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → Hominem non velle significat silentium → Das Schweigen zeugt davon, dass der, der schweigt, nicht will
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 42: | Line 42: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[wanderer]], [[wandering]] | |woodrun=[[wanderer]], [[wandering]] | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[wanderer]]=== | |||
Arabic: هَائِم; Armenian: թափառական; Bulgarian: скитник, странник; Catalan: rodamón, nòmada; Coptic: ⲥⲁⲣⲁⲕⲱϯ; Czech: tulák, nomád; Dutch: [[wandelaar]], [[dwaler]], [[zwermer]], [[doler]]; Finnish: kuljeksija, kulkuri; French: [[vagabond]], [[nomade]], [[errant]], [[vagant]]; Galician: leirán, vaganao, vagaceiro, vadío, moinante, lorán, galloufeiro, gandaieiro, leilán, calaceiro, vagamundo, vagabundo, vanadante; Georgian: მოხეტიალე, მაწანწალა; German: [[Wanderer]]; Ancient Greek: [[πλανήτης]], [[πλανάτας]], [[πλάνης]], [[ἀλήτης]], [[ἀλάτας]]; Hungarian: vándor; Irish: rianaí; Italian: [[vagabondo]], [[girovago]], [[vagante]], [[errante]], [[ramingo]], [[nomade]], [[errabondo]]; Japanese: 放浪者; Kurdish Central Kurdish: ئاوارە; Latin: [[erro]]; Macedonian: талкач, скитник; Maori: murare; Old English: wandrere; Persian: سرگردان; Plautdietsch: Waundra; Polish: wędrowiec, nomada, tułacz, włóczęga, włóczykij, łazik, wałęga, łazęga; Portuguese: [[vagante]], [[vagabundo]], [[vagabunda]], [[nômade]]; Russian: [[путешественник]], [[странник]]; Spanish: [[vagabundo]], [[nómada]]; Swedish: vandrare; Welsh: crwydryn, crwydriaid | |||
}} | }} |
Revision as of 09:49, 25 September 2023
English (LSJ)
πλανήτου, Dor. πλανάτας, ὁ,
A = πλάνης 1.1, S.OC3,124 (lyr.), E.Ba.148 (lyr.), etc.; τοὺς π. ἐπὶ τὰς πόλεις ἐμπόρους [καλοῦμεν] Pl.R. 371d; πλανῆται ἐπὶ πάντας τόπους, of hares, X.Cyn.5.17.
II as adjective, π. ἄθλιος βίος E.Heracl.878, cf. Porph.Marc.22.
2 Medic., = πλάνης 1.3, Gal.11.18.
German (Pape)
[Seite 624] ὁ, irrend, berumschweifend; Soph. O. C. 3. 123; Eur. Hel. 1692; βίος, Heracl. 878; τοὺς πλανήτας ἐπὶ τὰς πόλεις ἐμπόρους καλοῦμεν, Plat. Rep. II, 371 d.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
errant, vagabond.
Étymologie: πλανάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλανήτης -ου, Dor. πλανᾱ́τᾱς [πλανάω] zwervend; subst. zwerver, astr. οἱ π. planeten.
Russian (Dvoretsky)
πλανήτης: дор. πλᾰνάτας, ου (νᾱ) Xen., Plat., Soph., Eur. etc. = πλάνης I и II.
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰνήτης: -ου, Δωρ. πλανάτας, ὁ, = πλάνης, Σοφ. Ο. Κ. 3. 124, κτλ.· τοὺς πλ. ἐπὶ τὰς πόλεις ἐμπόρους [καλοῦμεν] Πλάτ. Πολ. 371D· πλανῆται ἐπὶ πάντας τόπους, ἐπὶ λαγῶν, Ξεν. Κυν. 5, 17. 2) πλανήτης ἀστήρ, ἴδε ἐν λ. πλάνης Ι. 2. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., χοροῦ πλ. Εὐρ. Βάκχ. 148· πλ. ἄθλιος βίος ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 878. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 131.
English (Strong)
from πλάνος; a rover ("planet"), i.e. (figuratively) an erratic teacher: wandering.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, δωρ. τ. πλανάτας Α
1. (ως ουσ. και ως επίθ.) ο περιπλανώμενος
2. (κυρίως στον πληθ.) οι πλανήτες
αστρον. ετερόφωτα ουράνια σώματα του ηλιακού συστήματος τα οποία διαγράφουν τροχιά γύρω από τον Ήλιο
νεοελλ.
φρ. α) «μικρός πλανήτης»
αστρον. κάθε πλανήτης από το σύνολο τών αστεροειδών
β) «κατώτερος πλανήτης»
αστρον. πλανήτης ο οποίος εκτελεί την τροχιά του στο εσωτερικό της τροχιάς της Γης και συνεπώς βρίσκεται πιο κοντά στον Ήλιο από ό,τι η Γη
γ) «δευτερεύων πλανήτης»
αστρον. δορυφόρος, σώμα το οποίο περιφέρεται γύρω από άλλον πλανήτη
δ) «ανώτερος πλανήτης»
αστρον. πλανήτης του οποίου η τροχιά βρίσκεται έξω από τη γήινη και συνεπώς βρίσκεται πιο μακριά από τον Ήλιο από ό,τι η Γη
ε) «πλανήτης Χ»
αστρον. υποθετικός πλανήτης του ηλιακού μας συστήματος, δέκατος κατά σειρά απόστασης από τον Ήλιο, η άποψη για την ύπαρξη του οποίου είχε υποστηριχθεί με βάση ορισμένους υπολογισμούς τών επιδράσεών του στις τροχιές του κομήτη του Χάλεϋ και τών πλανητών Ποσειδώνα και Πλούτωνα, υπολογισμούς που τελικά αποδείχθηκε ότι δεν ευσταθούσαν
αρχ.
φρ. «πυρετοί πλανῆται» — πυρετοί που εμφανίζονται σε άτακτους, δηλ. ακανόνιστους παροξυσμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάνης, -ητος + κατάλ. -ης].
Greek Monotonic
πλᾰνήτης: -ου, Δωρ. πλανάτας, ὁ,
I. = πλάνης, σε Σοφ., Πλάτ.
II. ως επίθ., περιπλανώμενος, περιφερόμενος, σε Ευρ.
Middle Liddell
πλᾰνήτης, ου,
I. = πλάνης, Soph., Plat.
II. as adj. wandering, roaming, Eur.
Chinese
原文音譯:plan»thj 普拉尼帖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:離正道的
字義溯源:流蕩者,徒涉者;源自(πλάνος)*=漂泊,迷惑)
出現次數:總共(1);猶(1)
譯字彙編:
1) 是流蕩的(1) 猶1:13
English (Woodhouse)
Translations
wanderer
Arabic: هَائِم; Armenian: թափառական; Bulgarian: скитник, странник; Catalan: rodamón, nòmada; Coptic: ⲥⲁⲣⲁⲕⲱϯ; Czech: tulák, nomád; Dutch: wandelaar, dwaler, zwermer, doler; Finnish: kuljeksija, kulkuri; French: vagabond, nomade, errant, vagant; Galician: leirán, vaganao, vagaceiro, vadío, moinante, lorán, galloufeiro, gandaieiro, leilán, calaceiro, vagamundo, vagabundo, vanadante; Georgian: მოხეტიალე, მაწანწალა; German: Wanderer; Ancient Greek: πλανήτης, πλανάτας, πλάνης, ἀλήτης, ἀλάτας; Hungarian: vándor; Irish: rianaí; Italian: vagabondo, girovago, vagante, errante, ramingo, nomade, errabondo; Japanese: 放浪者; Kurdish Central Kurdish: ئاوارە; Latin: erro; Macedonian: талкач, скитник; Maori: murare; Old English: wandrere; Persian: سرگردان; Plautdietsch: Waundra; Polish: wędrowiec, nomada, tułacz, włóczęga, włóczykij, łazik, wałęga, łazęga; Portuguese: vagante, vagabundo, vagabunda, nômade; Russian: путешественник, странник; Spanish: vagabundo, nómada; Swedish: vandrare; Welsh: crwydryn, crwydriaid