ξυλοκόπος: Difference between revisions

From LSJ

ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us

Source
m (Text replacement - "λιθο" to "λιθο")
mNo edit summary
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0281.png Seite 281]] Holz hauend, schlagend, spaltend; [[πέλεκυς]], Xen. Cyr. 6, 2, 36; Baumhacker, Specht, Arist. H. A. 8, 3 u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0281.png Seite 281]] Holz hauend, schlagend, spaltend; [[πέλεκυς]], Xen. Cyr. 6, 2, 36; [[Baumhacker]], Specht, Arist. H. A. 8, 3 u. Sp.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ξῠλοκόπος:''' <b class="num">II</b> ὁ зоол. дятел Arst.<br />рубящий или колющий дрова ([[πέλεκυς]] Xen.).
|elrutext='''ξῠλοκόπος:'''<br /><b class="num">I</b> рубящий или колющий дрова ([[πέλεκυς]] Xen.).<br /><b class="num">II</b> ὁ зоол. дятел Arst.}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ξῠλοκόπος''': -ον, ([[κόπτω]]) ὁ κόπτων ξύλα, [[πέλεκυς]] Ξεν. Κύρ. 6. 2, 36, [[ἔνθα]] ἕτεροι [[ξυλοτόμος]]. 2) ὁ κτυπῶν τὸ [[ξύλον]], ἐπὶ τοῦ πτηνοῦ κολεοῦ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 8.
|lstext='''ξῠλοκόπος''': -ον, ([[κόπτω]]) ὁ κόπτων ξύλα, [[πέλεκυς]] Ξεν. Κύρ. 6. 2, 36, [[ἔνθα]] ἕτεροι [[ξυλοτόμος]]. 2) ὁ κτυπῶν τὸ [[ξύλον]], ἐπὶ τοῦ πτηνοῦ κολεοῦ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 8.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[ξυλοκόπος]], -ον)<br />(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που κόβει ξύλα, [[ιδίως]] από το [[δάσος]] («ἐνταῡθα δ' ἐφεστῶτες ξυλοκόποι κατακόπτουσι», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <b>ζωολ.</b> η [[σφήκα]] [[ξυλοκόπη]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για τα πτηνά [[κελεός]] και [[κνιπολόγος]]) αυτός που χτυπά το [[ξύλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξύλον]] <span style="color: red;">+</span> -[[κόπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κόπτω]]), <b>πρβλ.</b> λιθο-[[κόπος]].
|mltxt=-ο (Α [[ξυλοκόπος]], -ον)<br />(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που κόβει ξύλα, [[ιδίως]] από το [[δάσος]] («ἐνταῡθα δ' ἐφεστῶτες ξυλοκόποι κατακόπτουσι», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <b>ζωολ.</b> η [[σφήκα]] [[ξυλοκόπη]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για τα πτηνά [[κελεός]] και [[κνιπολόγος]]) αυτός που χτυπά το [[ξύλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξύλον]] <span style="color: red;">+</span> -[[κόπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κόπτω]]), <b>πρβλ.</b> [[λιθοκόπος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 13:47, 26 October 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠλοκόπος Medium diacritics: ξυλοκόπος Low diacritics: ξυλοκόπος Capitals: ΞΥΛΟΚΟΠΟΣ
Transliteration A: xylokópos Transliteration B: xylokopos Transliteration C: ksylokopos Beta Code: culoko/pos

English (LSJ)

ξυλοκόπον, (κόπτω)
A hewing, felling wood, πέλεκυς X.Cyr.6.2.36 (v.l. ξυλοτόμος).
b Subst. ξυλοκόπος, ὁ, wood-feller, LXX Jo.9.27(21), Str. 16.4.11.
2 pecking wood, of the birds κελεός and κνιπολόγος, Arist.HA593a9,14.

German (Pape)

[Seite 281] Holz hauend, schlagend, spaltend; πέλεκυς, Xen. Cyr. 6, 2, 36; Baumhacker, Specht, Arist. H. A. 8, 3 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui coupe du bois;
2 subst.ξυλοκόπος pivert (oiseau « qui entaille le bois »).
Étymologie: ξύλον, κόπτω.

Russian (Dvoretsky)

ξῠλοκόπος:
I рубящий или колющий дрова (πέλεκυς Xen.).
II ὁ зоол. дятел Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλοκόπος: -ον, (κόπτω) ὁ κόπτων ξύλα, πέλεκυς Ξεν. Κύρ. 6. 2, 36, ἔνθα ἕτεροι ξυλοτόμος. 2) ὁ κτυπῶν τὸ ξύλον, ἐπὶ τοῦ πτηνοῦ κολεοῦ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 8.

Greek Monolingual

-ο (Α ξυλοκόπος, -ον)
(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που κόβει ξύλα, ιδίως από το δάσος («ἐνταῡθα δ' ἐφεστῶτες ξυλοκόποι κατακόπτουσι», Στράβ.)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ζωολ. η σφήκα ξυλοκόπη
αρχ.
(για τα πτηνά κελεός και κνιπολόγος) αυτός που χτυπά το ξύλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + -κόπος (< κόπτω), πρβλ. λιθοκόπος.

Greek Monotonic

ξῠλοκόπος: -ον (κόπτω), αυτός που πελεκάει ή κόβει ξύλα, δρυοκολάπτης, ξυλοφάγος, σε Ξεν.

Middle Liddell

ξῠλοκόπος, ον, κόπτω
hewing or felling wood, Xen.