μισθαποδότης: Difference between revisions
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - " N. T." to " N.T.") |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=misthapodotis | |Transliteration C=misthapodotis | ||
|Beta Code=misqapodo/ths | |Beta Code=misqapodo/ths | ||
|Definition= | |Definition=μισθαποδότου, ὁ, [[one who pays wages]], [[rewarder]], ib.11.6. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0190.png Seite 190]] ὁ, der den schuldigen Lohn Abtragende, N. T. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0190.png Seite 190]] ὁ, der den schuldigen Lohn Abtragende, [[NT|N.T.]] | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />qui paie un salaire dû, une juste rétribution.<br />'''Étymologie:''' [[μισθός]], [[ἀποδίδωμι]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />[[qui paie un salaire dû]], [[une juste rétribution]].<br />'''Étymologie:''' [[μισθός]], [[ἀποδίδωμι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μισθαποδότης:''' ου ὁ [[воздающий]] (по заслугам) NT. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 26: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μισθαποδότης]], ὁ (ΑΜ)<br />αυτός που καταβάλλει [[μισθό]], που ανταμείβει<br /><b>μσν.</b><br />(για τον θεό) αυτός που ανταμείβει στη μέλλουσα ζωή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μισθός]] <span style="color: red;">+</span> <i>ἀποδότης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀποδίδωμι]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[μισθαποδότης]], ὁ (ΑΜ)<br />αυτός που καταβάλλει [[μισθό]], που ανταμείβει<br /><b>μσν.</b><br />(για τον θεό) αυτός που ανταμείβει στη μέλλουσα ζωή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μισθός]] <span style="color: red;">+</span> <i>ἀποδότης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀποδίδωμι]]), [[πρβλ]]. [[προαποδότης]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μισθᾰποδότης:''' -ου, ὁ, αυτός που καταβάλλει [[μισθό]], που ανταμείβει, σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''μισθᾰποδότης:''' -ου, ὁ, αυτός που καταβάλλει [[μισθό]], που ανταμείβει, σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Latest revision as of 10:35, 23 November 2023
English (LSJ)
μισθαποδότου, ὁ, one who pays wages, rewarder, ib.11.6.
German (Pape)
[Seite 190] ὁ, der den schuldigen Lohn Abtragende, N.T.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui paie un salaire dû, une juste rétribution.
Étymologie: μισθός, ἀποδίδωμι.
Russian (Dvoretsky)
μισθαποδότης: ου ὁ воздающий (по заслугам) NT.
Greek (Liddell-Scott)
μισθᾰποδότης: -ου, ὁ, ὁ ἀποδιδοὺς τὸν μισθόν, ὁ ἀνταμείβων, Ἐπιστ. πρ. Ἑβρ. ΙΑ΄, 6.
English (Strong)
from μισθόω and ἀποδίδωμι; a renumerator: rewarder.
English (Thayer)
μισθαποδοτησου, ὁ (μισθός and ἀποδίδωμι; cf. the μισθοδότης of the Greek writings) (Vulg. remunerator); one who pays wages, a rewarder: Hebrews 11:6. (Several times in ecclesiastical writings.)
Greek Monolingual
μισθαποδότης, ὁ (ΑΜ)
αυτός που καταβάλλει μισθό, που ανταμείβει
μσν.
(για τον θεό) αυτός που ανταμείβει στη μέλλουσα ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + ἀποδότης (< ἀποδίδωμι), πρβλ. προαποδότης].
Greek Monotonic
μισθᾰποδότης: -ου, ὁ, αυτός που καταβάλλει μισθό, που ανταμείβει, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
μισθ-ᾰποδότης, ου, ὁ,
one who pays wages, a rewarder, NTest.
Chinese
原文音譯:misqapodÒthj 米士特-阿坡-多帖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:雇用-從-給(者)
字義溯源:賞賜者,酬勞者;由(μισθόω)=雇佣)與(ἀποδίδωμι)=贈送)組成;其中 (μισθόω)出自(μισθός)*=工資),而 (ἀποδίδωμι)又由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(διδῶ / δίδωμι)*=給)組成。參讀 (μισθός)同源字
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編:
1) 賞賜者(1) 來11:6