θυννοσκόπος: Difference between revisions

From LSJ

νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott

Menander, Monostichoi, 434
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "Arist. ''HA''" to "Arist.''HA''")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thynnoskopos
|Transliteration C=thynnoskopos
|Beta Code=qunnosko/pos
|Beta Code=qunnosko/pos
|Definition=ον, [[watcher for tunnies]], Arist. ''HA'' 537a19, Plu. 2.980a.
|Definition=ον, [[watcher for tunnies]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]'' 537a19, Plu. 2.980a.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1226.png Seite 1226]] dem Thunfische auflauernd, bei dessen Jagd man von Thürmen od. dazu erbauten Gerüsten die Züge der Thunfische beobachtete, Arist. H. A. 4, 10. So Poseidon, Hermes u. Herakles auf einem Vasengemälde, vgl. Zimmermanns Zeitschrift 1835 No. 35. 1839 No. 42.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1226.png Seite 1226]] dem Thunfische auflauernd, bei dessen Jagd man von Thürmen od. dazu erbauten Gerüsten die Züge der Thunfische beobachtete, Arist. H. A. 4, 10. So Poseidon, Hermes u. Herakles auf einem Vasengemälde, vgl. Zimmermanns Zeitschrift 1835 No. 35. 1839 No. 42.
}}
{{bailly
|btext=(ὁ, ἡ)<br />[[qui guette les thons]].<br />'''Étymologie:''' [[θύννος]], [[σκοπέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''θυννοσκόπος:''' [[высматривающий ход тунца]] (чтобы своевременно сигнализировать рыбакам) Arst., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θυννοσκόπος''': -ον, παραμονεύων τοὺς θύννους. Ἀριστ. Ι. Ζ. 4. 10. 8, Πλούτ. 2. 980 Α, πρβλ. Θεόκρ. 3. 26. Τοῦτο ἦτο τακτικὴ ἐνασχόλησις, ἰδίως ἐν ταῖς Σικελικαῖς ἀκταῖς· [[ἄνθρωπος]] καθήμενος ἐπὶ ὑψηλῆς σκοπιᾶς παρετήρει τὰς ἀγέλας τῶν θύννων ἐρχομένας καὶ ἐποίει [[σημεῖον]] εἰς τοὺς ἁλιεῖς [[ὅπως]] ῥίψωσι τὰ δίκτυα καὶ περικλείσωσι τὴν ἀγέλην. Τοῦτ’ αὐτὸ ποιοῦσι καὶ νῦν ἐν Προποντίδι κατὰ τὴν ἁλιείαν τῶν πηλαμύδων καί ἄλλων ἀγελαστικῶν ἰχθύων.
|lstext='''θυννοσκόπος''': -ον, παραμονεύων τοὺς θύννους. Ἀριστ. Ι. Ζ. 4. 10. 8, Πλούτ. 2. 980 Α, πρβλ. Θεόκρ. 3. 26. Τοῦτο ἦτο τακτικὴ ἐνασχόλησις, ἰδίως ἐν ταῖς Σικελικαῖς ἀκταῖς· [[ἄνθρωπος]] καθήμενος ἐπὶ ὑψηλῆς σκοπιᾶς παρετήρει τὰς ἀγέλας τῶν θύννων ἐρχομένας καὶ ἐποίει [[σημεῖον]] εἰς τοὺς ἁλιεῖς [[ὅπως]] ῥίψωσι τὰ δίκτυα καὶ περικλείσωσι τὴν ἀγέλην. Τοῦτ’ αὐτὸ ποιοῦσι καὶ νῦν ἐν Προποντίδι κατὰ τὴν ἁλιείαν τῶν πηλαμύδων καί ἄλλων ἀγελαστικῶν ἰχθύων.
}}
{{bailly
|btext=(ὁ, ἡ)<br />qui guette les thons.<br />'''Étymologie:''' [[θύννος]], [[σκοπέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θυννοσκόπος]], ὁ (Α)<br />αυτός που παρακολουθούσε από κάποιο ψηλό [[μέρος]] τη [[διέλευση]] τών κοπαδιών τών τον(ν)ων για να ειδοποιήσει τους ψαράδες να ρίξουν τα δίχτια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύννος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σκόπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκέπτομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>οιωνο</i>-<i>σκόπος</i>, <i>ορνιθο</i>-<i>σκόπος</i>].
|mltxt=[[θυννοσκόπος]], ὁ (Α)<br />αυτός που παρακολουθούσε από κάποιο ψηλό [[μέρος]] τη [[διέλευση]] τών κοπαδιών τών τον(ν)ων για να ειδοποιήσει τους ψαράδες να ρίξουν τα δίχτια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύννος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σκόπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκέπτομαι]]), [[πρβλ]]. [[οιωνοσκόπος]], [[ορνιθοσκόπος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θυννοσκόπος:''' ὁ, αυτός που παραφυλάει για τόνους, δηλ. [[κάποιος]] που κάθεται σε υπερυψωμένο [[μέρος]], από το οποίο μπορεί να δει τις αγέλες των τόνων να έρχονται, ώστε να κάνει [[σήμα]] στον ψαρά να απλώσει τα δίχτυα του την κατάλληλη [[στιγμή]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''θυννοσκόπος:''' ὁ, αυτός που παραφυλάει για τόνους, δηλ. [[κάποιος]] που κάθεται σε υπερυψωμένο [[μέρος]], από το οποίο μπορεί να δει τις αγέλες των τόνων να έρχονται, ώστε να κάνει [[σήμα]] στον ψαρά να απλώσει τα δίχτυα του την κατάλληλη [[στιγμή]], σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''θυννοσκόπος:''' высматривающий ход тунца (чтобы своевременно сигнализировать рыбакам) Arst., Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=θυννο-σκόπος, ὁ,<br />a [[tunny]]-[[watcher]], i. e. one who was posted on a [[high]] [[place]], from [[which]] he could see the [[shoals]] [[coming]], and make a [[sign]] to the [[fisherman]] to let [[down]] [[their]] nets, Theocr.
|mdlsjtxt=θυννο-σκόπος, ὁ,<br />a [[tunny]]-[[watcher]], i. e. one who was posted on a [[high]] [[place]], from [[which]] he could see the [[shoals]] [[coming]], and make a [[sign]] to the [[fisherman]] to let [[down]] [[their]] nets, Theocr.
}}
}}

Latest revision as of 21:43, 24 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θυννοσκόπος Medium diacritics: θυννοσκόπος Low diacritics: θυννοσκόπος Capitals: ΘΥΝΝΟΣΚΟΠΟΣ
Transliteration A: thynnoskópos Transliteration B: thynnoskopos Transliteration C: thynnoskopos Beta Code: qunnosko/pos

English (LSJ)

ον, watcher for tunnies, Arist.HA 537a19, Plu. 2.980a.

German (Pape)

[Seite 1226] dem Thunfische auflauernd, bei dessen Jagd man von Thürmen od. dazu erbauten Gerüsten die Züge der Thunfische beobachtete, Arist. H. A. 4, 10. So Poseidon, Hermes u. Herakles auf einem Vasengemälde, vgl. Zimmermanns Zeitschrift 1835 No. 35. 1839 No. 42.

French (Bailly abrégé)

(ὁ, ἡ)
qui guette les thons.
Étymologie: θύννος, σκοπέω.

Russian (Dvoretsky)

θυννοσκόπος: высматривающий ход тунца (чтобы своевременно сигнализировать рыбакам) Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

θυννοσκόπος: -ον, παραμονεύων τοὺς θύννους. Ἀριστ. Ι. Ζ. 4. 10. 8, Πλούτ. 2. 980 Α, πρβλ. Θεόκρ. 3. 26. Τοῦτο ἦτο τακτικὴ ἐνασχόλησις, ἰδίως ἐν ταῖς Σικελικαῖς ἀκταῖς· ἄνθρωπος καθήμενος ἐπὶ ὑψηλῆς σκοπιᾶς παρετήρει τὰς ἀγέλας τῶν θύννων ἐρχομένας καὶ ἐποίει σημεῖον εἰς τοὺς ἁλιεῖς ὅπως ῥίψωσι τὰ δίκτυα καὶ περικλείσωσι τὴν ἀγέλην. Τοῦτ’ αὐτὸ ποιοῦσι καὶ νῦν ἐν Προποντίδι κατὰ τὴν ἁλιείαν τῶν πηλαμύδων καί ἄλλων ἀγελαστικῶν ἰχθύων.

Greek Monolingual

θυννοσκόπος, ὁ (Α)
αυτός που παρακολουθούσε από κάποιο ψηλό μέρος τη διέλευση τών κοπαδιών τών τον(ν)ων για να ειδοποιήσει τους ψαράδες να ρίξουν τα δίχτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύννος + -σκόπος (< σκέπτομαι), πρβλ. οιωνοσκόπος, ορνιθοσκόπος].

Greek Monotonic

θυννοσκόπος: ὁ, αυτός που παραφυλάει για τόνους, δηλ. κάποιος που κάθεται σε υπερυψωμένο μέρος, από το οποίο μπορεί να δει τις αγέλες των τόνων να έρχονται, ώστε να κάνει σήμα στον ψαρά να απλώσει τα δίχτυα του την κατάλληλη στιγμή, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

θυννο-σκόπος, ὁ,
a tunny-watcher, i. e. one who was posted on a high place, from which he could see the shoals coming, and make a sign to the fisherman to let down their nets, Theocr.