κραντήρ: Difference between revisions
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=krantir | |Transliteration C=krantir | ||
|Beta Code=kranth/r | |Beta Code=kranth/r | ||
|Definition= | |Definition=κραντῆρος, ὁ, ([[κραίνω]])<br><span class="bld">A</span> one that [[accomplish]]es: [[κραντῆρες]], οἱ, [[wisdom-teeth]], which come last and [[complete]] the [[set]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''501b25 ([[κριτῆρες]] cited by ''EM''742.37), Poll.2.93: generally, [[teeth]], Nic.''Th.'' 447 (sg.), Ruf.''Onom.''51: in sg., a [[boar]]'s [[tusk]], Lyc.833.<br><span class="bld">II</span> [[ruler]], κραντῆρα βοῶν ταῦρον Orph.''A.''313. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆρος (ὁ) :<br /><b>I.</b> [[qui achève]], [[qui accomplit]] ; chef ORPH;<br /><b>II.</b> <i>subst.</i> <b>1</b> οἱ κραντῆρες dents machelières, dents de sagesse ; dents <i>en gén.</i><br /><b>2</b> [[défense de sanglier]].<br />'''Étymologie:''' [[κραίνω]].<br /><i><b>Syn.</b></i> 2) [[στόρθυγξ]], [[χαυλιόδων]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ῆρος, ὁ, <i>der [[Vollender]], [[Vollzieher]], der Herr</i>. – So heißt <i>der [[Weisheitszahn]]</i>, der [[hinterste]], [[zuletzt]] hervorbrechende Backzahn, der die [[Zahnreihe]] [[vollendet]], Arist. <i>H.A</i>. 2.4 und Sp., die es auch überhaupt für »Zahn« [[gebrauchen]], Nic. <i>Ther</i>. 447, wo der Schol. zu [[vergleichen]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κραντήρ:''' ῆρος ὁ [[κραίνω]] зуб мудрости (οἱ τελευταῖοι γόμφιοι, οὓς καλοῦσι κραντῆρας Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κραντήρ''': ῆρος, ὁ, ([[κραίνω]]), ὁ ἐπιτελῶν ἢ ἐκτελῶν· ― κραντῆρες, οἱ, Λατ. genuini, οἱ σωφρονιστῆρες ὀδόντες οἱ τελευταῖοι φυόμενοι καὶ συμπληροῦντες τὸν ἀριθμὸν αὐτῶν, Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ. 2. 4, Πολυδ. Β΄, 93. καλούμενοι καὶ κριτῆρες, κριταί, Ἐτυμ. Μέγ. 742. 37, Ἡσύχ.· [[καθόλου]], ὀδόντες, Νικ. Θ. 447· ἐν τῷ ἑνικ. ὀδοὺς κάπρου, Λυκόφρ. 833. ΙΙ. ὁ κυβερνῶν, [[κυβερνήτης]], μόνον ἐν τῷ θηλ. τύπῳ κράντειρα, Ἀνθ. Πλαν. 220. | |lstext='''κραντήρ''': ῆρος, ὁ, ([[κραίνω]]), ὁ ἐπιτελῶν ἢ ἐκτελῶν· ― κραντῆρες, οἱ, Λατ. genuini, οἱ σωφρονιστῆρες ὀδόντες οἱ τελευταῖοι φυόμενοι καὶ συμπληροῦντες τὸν ἀριθμὸν αὐτῶν, Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ. 2. 4, Πολυδ. Β΄, 93. καλούμενοι καὶ κριτῆρες, κριταί, Ἐτυμ. Μέγ. 742. 37, Ἡσύχ.· [[καθόλου]], ὀδόντες, Νικ. Θ. 447· ἐν τῷ ἑνικ. ὀδοὺς κάπρου, Λυκόφρ. 833. ΙΙ. ὁ κυβερνῶν, [[κυβερνήτης]], μόνον ἐν τῷ θηλ. τύπῳ κράντειρα, Ἀνθ. Πλαν. 220. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κραντήρ]], -ῆρος, ὁ (Α) [[κραίνω]] (Ι)]<br /><b>1.</b> αυτός που τελειώνει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[άρχοντας]], [[ηγεμόνας]]<br /><b>3.</b> [[δόντι]]<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ κραντήρες</i><br />τα τελευταία δόντια που βγάζει ο [[άνθρωπος]], οι φρονιμήτες, οι σωφρονιστήρες («φαίνονται δὲ οἱ | |mltxt=[[κραντήρ]], -ῆρος, ὁ (Α) [[κραίνω]] (Ι)]<br /><b>1.</b> αυτός που τελειώνει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[άρχοντας]], [[ηγεμόνας]]<br /><b>3.</b> [[δόντι]]<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ κραντήρες</i><br />τα τελευταία δόντια που βγάζει ο [[άνθρωπος]], οι φρονιμήτες, οι σωφρονιστήρες («φαίνονται δὲ οἱ τελευταῖοι τοῖς ἀνθρώποις γομφίοι, οὓς καλοῦσι κραντῆρας, περὶ τὰ εἴκοσιν ἔτη καὶ ἀνδράσι καὶ γυναιξίν», <b>Αριστοτ.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κραντήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[κραίνω]]), [[κάποιος]] που εκτελεί, περατώνει· [[κυβερνήτης]], [[άρχοντας]], [[ηγεμόνας]], θηλ. [[κράντειρα]], σε Ανθ. | |lsmtext='''κραντήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[κραίνω]]), [[κάποιος]] που εκτελεί, περατώνει· [[κυβερνήτης]], [[άρχοντας]], [[ηγεμόνας]], θηλ. [[κράντειρα]], σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[κραντήρ]], ῆρος, [[κραίνω]]<br />one that accomplishes: a [[ruler]], [[sovereign]], fem. [[κράντειρα]], Anth. | |mdlsjtxt=[[κραντήρ]], ῆρος, [[κραίνω]]<br />one that accomplishes: a [[ruler]], [[sovereign]], fem. [[κράντειρα]], Anth. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 21:45, 24 November 2023
English (LSJ)
κραντῆρος, ὁ, (κραίνω)
A one that accomplishes: κραντῆρες, οἱ, wisdom-teeth, which come last and complete the set, Arist.HA501b25 (κριτῆρες cited by EM742.37), Poll.2.93: generally, teeth, Nic.Th. 447 (sg.), Ruf.Onom.51: in sg., a boar's tusk, Lyc.833.
II ruler, κραντῆρα βοῶν ταῦρον Orph.A.313.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
I. qui achève, qui accomplit ; chef ORPH;
II. subst. 1 οἱ κραντῆρες dents machelières, dents de sagesse ; dents en gén.
2 défense de sanglier.
Étymologie: κραίνω.
Syn. 2) στόρθυγξ, χαυλιόδων.
German (Pape)
ῆρος, ὁ, der Vollender, Vollzieher, der Herr. – So heißt der Weisheitszahn, der hinterste, zuletzt hervorbrechende Backzahn, der die Zahnreihe vollendet, Arist. H.A. 2.4 und Sp., die es auch überhaupt für »Zahn« gebrauchen, Nic. Ther. 447, wo der Schol. zu vergleichen.
Russian (Dvoretsky)
κραντήρ: ῆρος ὁ κραίνω зуб мудрости (οἱ τελευταῖοι γόμφιοι, οὓς καλοῦσι κραντῆρας Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
κραντήρ: ῆρος, ὁ, (κραίνω), ὁ ἐπιτελῶν ἢ ἐκτελῶν· ― κραντῆρες, οἱ, Λατ. genuini, οἱ σωφρονιστῆρες ὀδόντες οἱ τελευταῖοι φυόμενοι καὶ συμπληροῦντες τὸν ἀριθμὸν αὐτῶν, Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ. 2. 4, Πολυδ. Β΄, 93. καλούμενοι καὶ κριτῆρες, κριταί, Ἐτυμ. Μέγ. 742. 37, Ἡσύχ.· καθόλου, ὀδόντες, Νικ. Θ. 447· ἐν τῷ ἑνικ. ὀδοὺς κάπρου, Λυκόφρ. 833. ΙΙ. ὁ κυβερνῶν, κυβερνήτης, μόνον ἐν τῷ θηλ. τύπῳ κράντειρα, Ἀνθ. Πλαν. 220.
Greek Monolingual
κραντήρ, -ῆρος, ὁ (Α) κραίνω (Ι)]
1. αυτός που τελειώνει κάτι
2. άρχοντας, ηγεμόνας
3. δόντι
4. στον πληθ. οἱ κραντήρες
τα τελευταία δόντια που βγάζει ο άνθρωπος, οι φρονιμήτες, οι σωφρονιστήρες («φαίνονται δὲ οἱ τελευταῖοι τοῖς ἀνθρώποις γομφίοι, οὓς καλοῦσι κραντῆρας, περὶ τὰ εἴκοσιν ἔτη καὶ ἀνδράσι καὶ γυναιξίν», Αριστοτ.).
Greek Monotonic
κραντήρ: -ῆρος, ὁ (κραίνω), κάποιος που εκτελεί, περατώνει· κυβερνήτης, άρχοντας, ηγεμόνας, θηλ. κράντειρα, σε Ανθ.
Middle Liddell
κραντήρ, ῆρος, κραίνω
one that accomplishes: a ruler, sovereign, fem. κράντειρα, Anth.