καρχαρόδους: Difference between revisions
Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who is not wise for himself → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
|||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=karcharodous | |Transliteration C=karcharodous | ||
|Beta Code=karxaro/dous | |Beta Code=karxaro/dous | ||
|Definition=ὁ, ἡ (neut. -όδουν | |Definition=ὁ, ἡ (neut. -όδουν Plot.6.7.9), gen. -όδοντος, [[with saw-like teeth]], καρχαρόδοντε δύω κύνε Il.10.360; <b class="b3">κυνῶν ὕπο κ.</b> 13.198; <b class="b3">ἅρπην κ.</b> Hes.''Th.''180; applied to Cleon, [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''1017, ''V.''1031; καρχαρόδοντα… ὅσα ἐπαλλάττει τοὺς ὀδόντας τοὺς ὀξεῖς [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''501a18; opp. [[Χαυλιόδους]], Id.''PA''661b19; of the lobster's claws, Id.''HA''526a19. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> όδοντος;<br />aux dents aiguës, acérées.<br />'''Étymologie:''' [[κάρχαρος]], όδούς. | |btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> όδοντος;<br />[[aux dents aiguës]], [[acérées]].<br />'''Étymologie:''' [[κάρχαρος]], όδούς. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=καρχαρόδους -όδοντος [[[κάρχαρος]], [[ὀδούς]]] [[met scherpe tanden]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 21:50, 24 November 2023
English (LSJ)
ὁ, ἡ (neut. -όδουν Plot.6.7.9), gen. -όδοντος, with saw-like teeth, καρχαρόδοντε δύω κύνε Il.10.360; κυνῶν ὕπο κ. 13.198; ἅρπην κ. Hes.Th.180; applied to Cleon, Ar.Eq.1017, V.1031; καρχαρόδοντα… ὅσα ἐπαλλάττει τοὺς ὀδόντας τοὺς ὀξεῖς Arist.HA501a18; opp. Χαυλιόδους, Id.PA661b19; of the lobster's claws, Id.HA526a19.
German (Pape)
[Seite 1332] οντος, scharfzahnig, mit scharfen, spitzen Zähnen; κύνες Il. 10, 360. 13, 198; ἅρπη Hes. Th. 180; καρχαρόδουν ζῷον Arist. part. an. 3, 1, wo es ὀξεῖς καὶ ἐπαλλάττοντας ὀδόντας ἔχον erkl. wird; τὰ καρχαρόδοντα Opp. Cyn. 3, 262. Kleon heißt so Ar. Vesp. 1031, vgl. Equ. 1017.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν ; gén. όδοντος;
aux dents aiguës, acérées.
Étymologie: κάρχαρος, όδούς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καρχαρόδους -όδοντος [κάρχαρος, ὀδούς] met scherpe tanden.
Russian (Dvoretsky)
καρχᾰρόδους: 2, gen. όδοντος с острыми зубами, зубастый (κύνες Hom.; ἅρπη Hes.; ζῷον Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
καρχᾰρόδους: ὁ, ἡ, -ουν, τό, ὁ ἔχων ὀξεῖς, κοπτεροὺς ὀδόντας, καρχαρόδοντε δύω κύνε Ἰλ. Κ. 360· κυνῶν ὑπὸ καρχαροδόντων Ν. 198· ἅρπην καρχ. Ἡσ. Θ. 180· ἐφαρμοζόμενον εἰς τὸν Κλέωνα ὑπὸ τοῦ Ἀριστοφ. ἐν Ἱππ. 1017, Σφ. 1031.―Κατὰ τὸν Ἀριστοτέλη ἐκεῖνα τὰ ζῷα εἶναι καρχαρόδοντα, ὅσα ἐπαλλάττει τοὺς ὀδόντας τοὺς ὀξεῖς π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 51· πρβλ. π. Ζ. Μορ. 3. 1, 6, ἔνθα εἶναι ἀντίθετον πρὸς τὸ χαυλιόδους· πρβλ. ὡσαύτως συνόδους.―Ὡσαύτως ἐπὶ τῶν χηλῶν τῶν μεγάλων ποδῶν τοῦ ἀστακοῦ, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2. 12.
English (Autenrieth)
όδοντος: sharp-toothed, epithet of dogs. (Il.)
Greek Monolingual
καρχαρόδους, -ουν (Α)
1. αυτός που έχει πριονωτά, σουβλερά, μυτερά δόντια
2. μτφ. ως κύριο όν. ό Καρχαρόδους
κωμικό επίθ. του Κλέωνος στον Αριστοφ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρχαρος + -όδους (< ὀδούς), πρβλ. αραιόδους, κρατερόδους].
Greek Monotonic
καρχᾰρόδους: ὁ, ἡ, -ουν, τό, αυτός που έχει κοφτερά δόντια, λέγεται για τα σκυλιά, σε Ομήρ. Ιλ.· αποδιδόμενο στον Κλέωνα από τον Αριστοφ.
Middle Liddell
[from κάρχᾰρος]
with sharp, jagged teeth, of dogs, Il.; applied to Cleon by Ar.