καμηλίτης: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
(6_12)
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kamilitis
|Transliteration C=kamilitis
|Beta Code=kamhli/ths
|Beta Code=kamhli/ths
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">camel-driver</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>630b35</span>, <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>710.4</span> (ii B.C.), etc.; <b class="b2">camel-rider</b>, <span class="bibl">Hld.10.5</span>, <span class="bibl">Hdn.4.15.2</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> also, = [[καμηλέμπορος]], <span class="bibl">Str.1.2.32</span>, <span class="bibl">16.1.27</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">κ. βοῦς</b>, prob. <b class="b2">buffalo</b>, Suid.</span>
|Definition=[ῑ], ου, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[camel driver]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''630b35, ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''710.4 (ii B.C.), etc.; [[camel rider]], Hld.10.5, Hdn.4.15.2.<br><span class="bld">2</span> also, = [[καμηλέμπορος]], Str.1.2.32, 16.1.27.<br><span class="bld">II</span> καμηλίτης [[βοῦς]], prob. [[buffalo]], Suid.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1316.png Seite 1316]] ὁ, der Wärter oder Reiter des Kameeles, Arist. H. A. 9, 47 Strab. XVI, 748 u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1316.png Seite 1316]] ὁ, der Wärter oder Reiter des Kameeles, Arist. H. A. 9, 47 Strab. XVI, 748 u. a. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />[[chamelier]].<br />'''Étymologie:''' [[κάμηλος]].
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰμηλίτης:''' ου (ῑ) ὁ [[погонщик верблюдов]] Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κᾰμηλίτης''': ῑ, ου, ὁ ὁδηγῶν τὰς καμήλους, [[καμηλάριος]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 47, 1, π. Θαυμασ. 2· - ὁ ἐπὶ καμήλου ὀχούμενος, [[καμηλοβάτης]], Ἡλιόδ. 10. 5, Ἠρῳδιαν. 4. 15· - [[ὡσαύτως]] [[καμηλέμπορος]], Στράβ. 39, 748. 2) καμ. [[βοῦς]], πιθανῶς ὁ [[βόαγρος]], Σουΐδ.
|lstext='''κᾰμηλίτης''': ῑ, ου, ὁ ὁδηγῶν τὰς καμήλους, [[καμηλάριος]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 47, 1, π. Θαυμασ. 2· - ὁ ἐπὶ καμήλου ὀχούμενος, [[καμηλοβάτης]], Ἡλιόδ. 10. 5, Ἠρῳδιαν. 4. 15· - [[ὡσαύτως]] [[καμηλέμπορος]], Στράβ. 39, 748. 2) καμ. [[βοῦς]], πιθανῶς ὁ [[βόαγρος]], Σουΐδ.
}}
{{grml
|mltxt=[[καμηλίτης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που οδηγεί καμήλες, [[καμηλιέρης]] («δακὼν τὸν καμηλίτην ἀπέκτεινε», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που καβαλικεύει [[καμήλα]], που επιβαίνει σε [[καμήλα]]<br /><b>3.</b> [[καμηλέμπορος]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «[[καμηλίτης]] βοῦς» — άγριο [[βόδι]], [[βόαγρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάμηλος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ίτης]] ([[πρβλ]]. [[αμαξίτης]], [[θαλασσίτης]])].
}}
{{trml
|trtx=Arabic: جَمَّال‎, جَمَّالَة‎; Dutch: [[kameeldrijver]], [[kameeldrijfster]]; French: [[chamelier]], chamelière; German: [[Kameltreiber]], [[Kameltreiberin]]; Ancient Greek: [[καμηλάτης]], [[καμηλάριος]], [[καμηλίτης]]; Persian: ساربان‎; Polish: wielbłądnik; Swedish: kamelskötare, kameldrivare
}}
}}

Latest revision as of 21:55, 24 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰμηλίτης Medium diacritics: καμηλίτης Low diacritics: καμηλίτης Capitals: ΚΑΜΗΛΙΤΗΣ
Transliteration A: kamēlítēs Transliteration B: kamēlitēs Transliteration C: kamilitis Beta Code: kamhli/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ,
A camel driver, Arist.HA630b35, POxy.710.4 (ii B.C.), etc.; camel rider, Hld.10.5, Hdn.4.15.2.
2 also, = καμηλέμπορος, Str.1.2.32, 16.1.27.
II καμηλίτης βοῦς, prob. buffalo, Suid.

German (Pape)

[Seite 1316] ὁ, der Wärter oder Reiter des Kameeles, Arist. H. A. 9, 47 Strab. XVI, 748 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
chamelier.
Étymologie: κάμηλος.

Russian (Dvoretsky)

κᾰμηλίτης: ου (ῑ) ὁ погонщик верблюдов Arst.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰμηλίτης: ῑ, ου, ὁ ὁδηγῶν τὰς καμήλους, καμηλάριος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 47, 1, π. Θαυμασ. 2· - ὁ ἐπὶ καμήλου ὀχούμενος, καμηλοβάτης, Ἡλιόδ. 10. 5, Ἠρῳδιαν. 4. 15· - ὡσαύτως καμηλέμπορος, Στράβ. 39, 748. 2) καμ. βοῦς, πιθανῶς ὁ βόαγρος, Σουΐδ.

Greek Monolingual

καμηλίτης, ὁ (Α)
1. αυτός που οδηγεί καμήλες, καμηλιέρης («δακὼν τὸν καμηλίτην ἀπέκτεινε», Αριστοτ.)
2. αυτός που καβαλικεύει καμήλα, που επιβαίνει σε καμήλα
3. καμηλέμπορος
4. φρ. (κατά το λεξ. Σούδα) «καμηλίτης βοῦς» — άγριο βόδι, βόαγρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + -ίτης (πρβλ. αμαξίτης, θαλασσίτης)].

Translations

Arabic: جَمَّال‎, جَمَّالَة‎; Dutch: kameeldrijver, kameeldrijfster; French: chamelier, chamelière; German: Kameltreiber, Kameltreiberin; Ancient Greek: καμηλάτης, καμηλάριος, καμηλίτης; Persian: ساربان‎; Polish: wielbłądnik; Swedish: kamelskötare, kameldrivare