καλλιώνυμος: Difference between revisions

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kallionymos
|Transliteration C=kallionymos
|Beta Code=kalliw/numos
|Beta Code=kalliw/numos
|Definition=ον, [[with beautiful name]]: as [[substantive]], a kind of fish, [[Uranoscopus scaber]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Vict.</span>2.48</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>598a11</span>, <span class="bibl">Men.31</span>, <span class="bibl">Anaxipp.2.2</span>: sens. obsc., <span class="title">Com.Adesp.</span>1023.
|Definition=καλλιώνυμον, [[with beautiful name]]: as [[substantive]], a kind of fish, [[Uranoscopus scaber]], Hp.''Vict.''2.48, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''598a11, Men.31, Anaxipp.2.2: [[sensu obsceno|sens. obsc.]], ''Com.Adesp.''1023.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1311.png Seite 1311]] schönnamig. – Ein Fisch, Arist. H. A. 8, 13 Ael. H. A. 13, 4.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1311.png Seite 1311]] schönnamig. – Ein Fisch, Arist. H. A. 8, 13 Ael. H. A. 13, 4.
}}
{{ls
|lstext='''καλλιώνῠμος''': -ον, ἔχων ὡραῖον [[ὄνομα]]: ὡς οὐσιαστ., [[εἶδος]] ἰχθύος, [[οὐρανοσκόπος]], Ἱππ. 357. 43, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 13, 3, Μένανδρ. ἐν «Ἀνατιθεμένῃ» 2. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[καλλιώνυμος]]· [[εἶδος]] ἰχθύος. Μεταφέροντες δέ τινες τὴν λέξιν καὶ ἐπὶ τοῦ αἰδοίου ἔτασσον ἀνδρὸς καὶ γυναικός»· ὁ αὐτ. ἐν λέξ. [[ψαμμοδύτης]] λέγει: «ἰχθύς, ὃν καὶ καλλιώνυμον ὀνομάζουσιν». - Ὁ [[οὐρανοσκόπος]] κατὰ τὸν Κοραῆν, ὑπὸ μὲν τῶν Βυζαντίων νῦν καλεῖται [[βάτραχος]], ὑπὸ δὲ τῶν Σμυρναίων βοῦφος (χυδ. μποῦφος) κτλ. Ἴδε μακρὰν σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκράτ. σ. 68, 69 κἑξ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />au beau nom ; ὁ [[καλλιώνυμος]] sorte de poisson.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[ὄνομα]].
|btext=ος, ον :<br />au beau nom ; ὁ [[καλλιώνυμος]] sorte de poisson.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[ὄνομα]].
}}
}}
{{grml
{{elnl
|mltxt=[[καλλιώνυμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[ωραίο]] όνομα<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[καλλιώνυμος]]<br />ο [[ιχθύς]] [[ουρανοσκόπος]] ο σκάβηρος («[[δράκων]], [[καλλιώνυμος]], [[κωβιός]]», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄνυμα]], δωρ. τ. του [[ὄνομα]]), [[πρβλ]]. [[ιδιώνυμος]], <i>καλ</i>-<i>ώνυμος</i>. Το -<i>ω</i>- λόγω εκτάσεως εν συνθέσει].
|elnltext=καλλιώνυμος -ου, ὁ &#91;[[καλός]], [[ὄνομα]]] sterrenkijker (een vissoort).
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''καλλῐώνῠμος:''' ὁ [[рыба звездочет]] (предполож. Uranoscopus [[scaber]]) Arst.
|elrutext='''καλλῐώνῠμος:''' ὁ [[рыба звездочет]] (предполож. Uranoscopus [[scaber]]) Arst.
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=καλλιώνυμος -ου, ὁ [καλός, ὄνομα] sterrenkijker (een vissoort).
|lstext='''καλλιώνῠμος''': -ον, ἔχων ὡραῖον [[ὄνομα]]: ὡς οὐσιαστ., [[εἶδος]] ἰχθύος, [[οὐρανοσκόπος]], Ἱππ. 357. 43, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 13, 3, Μένανδρ. ἐν «Ἀνατιθεμένῃ» 2. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[καλλιώνυμος]]· [[εἶδος]] ἰχθύος. Μεταφέροντες δέ τινες τὴν λέξιν καὶ ἐπὶ τοῦ αἰδοίου ἔτασσον ἀνδρὸς καὶ γυναικός»· αὐτ. ἐν λέξ. [[ψαμμοδύτης]] λέγει: «ἰχθύς, ὃν καὶ καλλιώνυμον ὀνομάζουσιν». - Ὁ [[οὐρανοσκόπος]] κατὰ τὸν Κοραῆν, ὑπὸ μὲν τῶν Βυζαντίων νῦν καλεῖται [[βάτραχος]], ὑπὸ δὲ τῶν Σμυρναίων βοῦφος (χυδ. μποῦφος) κτλ. Ἴδε μακρὰν σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκράτ. σ. 68, 69 κἑξ.
}}
{{grml
|mltxt=[[καλλιώνυμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[ωραίο]] όνομα<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[καλλιώνυμος]]<br />ο [[ιχθύς]] [[ουρανοσκόπος]] ο σκάβηρος («[[δράκων]], [[καλλιώνυμος]], [[κωβιός]]», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄνυμα]], δωρ. τ. του [[ὄνομα]]), [[πρβλ]]. [[ιδιώνυμος]], <i>καλ</i>-<i>ώνυμος</i>. Το -<i>ω</i>- λόγω εκτάσεως εν συνθέσει].
}}
}}

Latest revision as of 21:55, 24 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλῐώνῠμος Medium diacritics: καλλιώνυμος Low diacritics: καλλιώνυμος Capitals: ΚΑΛΛΙΩΝΥΜΟΣ
Transliteration A: kalliṓnymos Transliteration B: kalliōnymos Transliteration C: kallionymos Beta Code: kalliw/numos

English (LSJ)

καλλιώνυμον, with beautiful name: as substantive, a kind of fish, Uranoscopus scaber, Hp.Vict.2.48, Arist.HA598a11, Men.31, Anaxipp.2.2: sens. obsc., Com.Adesp.1023.

German (Pape)

[Seite 1311] schönnamig. – Ein Fisch, Arist. H. A. 8, 13 Ael. H. A. 13, 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au beau nom ; ὁ καλλιώνυμος sorte de poisson.
Étymologie: καλός, ὄνομα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλιώνυμος -ου, ὁ [καλός, ὄνομα] sterrenkijker (een vissoort).

Russian (Dvoretsky)

καλλῐώνῠμος:рыба звездочет (предполож. Uranoscopus scaber) Arst.

Greek (Liddell-Scott)

καλλιώνῠμος: -ον, ἔχων ὡραῖον ὄνομα: ὡς οὐσιαστ., εἶδος ἰχθύος, οὐρανοσκόπος, Ἱππ. 357. 43, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 13, 3, Μένανδρ. ἐν «Ἀνατιθεμένῃ» 2. - Καθ’ Ἡσύχ.: «καλλιώνυμος· εἶδος ἰχθύος. Μεταφέροντες δέ τινες τὴν λέξιν καὶ ἐπὶ τοῦ αἰδοίου ἔτασσον ἀνδρὸς καὶ γυναικός»· ὁ αὐτ. ἐν λέξ. ψαμμοδύτης λέγει: «ἰχθύς, ὃν καὶ καλλιώνυμον ὀνομάζουσιν». - Ὁ οὐρανοσκόπος κατὰ τὸν Κοραῆν, ὑπὸ μὲν τῶν Βυζαντίων νῦν καλεῖται βάτραχος, ὑπὸ δὲ τῶν Σμυρναίων βοῦφος (χυδ. μποῦφος) κτλ. Ἴδε μακρὰν σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκράτ. σ. 68, 69 κἑξ.

Greek Monolingual

καλλιώνυμος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει ωραίο όνομα
2. το αρσ. ως ουσ.καλλιώνυμος
ο ιχθύς ουρανοσκόπος ο σκάβηρος («δράκων, καλλιώνυμος, κωβιός», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -ώνυμος (< ὄνυμα, δωρ. τ. του ὄνομα), πρβλ. ιδιώνυμος, καλ-ώνυμος. Το -ω- λόγω εκτάσεως εν συνθέσει].