ξυλοκόπος: Difference between revisions
ὁ ὑπεράπειρον ἔχων τῆς ἀγαθότητος τὸ ἀνεξιχνίαστον πέλαγος → who possesses an infinite and inscrutable sea of goodness
mNo edit summary |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ksylokopos | |Transliteration C=ksylokopos | ||
|Beta Code=culoko/pos | |Beta Code=culoko/pos | ||
|Definition=ξυλοκόπον<b class="b3">, ([[κόπτω]])</b><br><span class="bld">A</span> [[hewing]], [[felling wood]], πέλεκυς [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''6.2.36 ([[varia lectio|v.l.]] [[ξυλοτόμος]]).<br><span class="bld">b</span> Subst. ξυλοκόπος, ὁ, [[wood-feller]], [[LXX]] ''Jo.''9.27(21), Str. 16.4.11.<br><span class="bld">2</span> [[pecking wood]], of the birds [[κελεός]] and [[κνιπολόγος]], Arist.''HA''593a9,14. | |Definition=ξυλοκόπον<b class="b3">, ([[κόπτω]])</b><br><span class="bld">A</span> [[hewing]], [[felling wood]], πέλεκυς [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''6.2.36 ([[varia lectio|v.l.]] [[ξυλοτόμος]]).<br><span class="bld">b</span> Subst. ξυλοκόπος, ὁ, [[wood-feller]], [[LXX]] ''Jo.''9.27(21), Str. 16.4.11.<br><span class="bld">2</span> [[pecking wood]], of the birds [[κελεός]] and [[κνιπολόγος]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''593a9,14. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 22:00, 24 November 2023
English (LSJ)
ξυλοκόπον, (κόπτω)
A hewing, felling wood, πέλεκυς X.Cyr.6.2.36 (v.l. ξυλοτόμος).
b Subst. ξυλοκόπος, ὁ, wood-feller, LXX Jo.9.27(21), Str. 16.4.11.
2 pecking wood, of the birds κελεός and κνιπολόγος, Arist.HA593a9,14.
German (Pape)
[Seite 281] Holz hauend, schlagend, spaltend; πέλεκυς, Xen. Cyr. 6, 2, 36; Baumhacker, Specht, Arist. H. A. 8, 3 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui coupe du bois;
2 subst. ὁ ξυλοκόπος pivert (oiseau « qui entaille le bois »).
Étymologie: ξύλον, κόπτω.
Russian (Dvoretsky)
ξῠλοκόπος:
I рубящий или колющий дрова (πέλεκυς Xen.).
II ὁ зоол. дятел Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ξῠλοκόπος: -ον, (κόπτω) ὁ κόπτων ξύλα, πέλεκυς Ξεν. Κύρ. 6. 2, 36, ἔνθα ἕτεροι ξυλοτόμος. 2) ὁ κτυπῶν τὸ ξύλον, ἐπὶ τοῦ πτηνοῦ κολεοῦ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 8.
Greek Monolingual
-ο (Α ξυλοκόπος, -ον)
(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που κόβει ξύλα, ιδίως από το δάσος («ἐνταῡθα δ' ἐφεστῶτες ξυλοκόποι κατακόπτουσι», Στράβ.)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ζωολ. η σφήκα ξυλοκόπη
αρχ.
(για τα πτηνά κελεός και κνιπολόγος) αυτός που χτυπά το ξύλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + -κόπος (< κόπτω), πρβλ. λιθοκόπος.
Greek Monotonic
ξῠλοκόπος: -ον (κόπτω), αυτός που πελεκάει ή κόβει ξύλα, δρυοκολάπτης, ξυλοφάγος, σε Ξεν.