νηπτικός: Difference between revisions

From LSJ

ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "[[<span class="ggns">Gegensatz</span>]]" to "<span class="ggns">Gegensatz</span>")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=niptikos
|Transliteration C=niptikos
|Beta Code=nhptiko/s
|Beta Code=nhptiko/s
|Definition=ή, όν, [[sober]], <span class="bibl">Com.Adesp.1088</span> (Sup.), Plu.2.709b, <span class="bibl">Vett.Val.242.18</span>; νηπ-κωτάτην· <b class="b3">νήφειν ποιοῦσαν</b>, Hsch. Adv. νηπ-κῶς <span class="bibl">Vett.Val.179.6</span>, al.
|Definition=νηπτική, νηπτικόν, [[sober]], Com.Adesp.1088 (Sup.), Plu.2.709b, Vett.Val.242.18; νηπτικωτάτην· <b class="b3">νήφειν ποιοῦσαν</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] Adv. [[νηπτικῶς]] Vett.Val.179.6, al.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />sobre, tempérant.<br />'''Étymologie:''' [[νήφω]].
|btext=ή, όν :<br />[[sobre]], [[tempérant]].<br />'''Étymologie:''' [[νήφω]].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[nüchtern]], der [[mäßig]] lebt</i>, ὁ νήφειν εἰωθώς, Gramm. Bei Plut. <i>Symp</i>. 7.6.3 <span class="ggns">Gegensatz</span> von [[πολυπότης]].
}}
{{elru
|elrutext='''νηπτικός:''' [[воздержный]], [[трезвый]] Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[νηπτικός]], -ή, -όν) [[νήπτης]]<br />αυτός που απέχει από την [[οινοποσία]], [[νηφάλιος]], [[σώφρων]], [[συνετός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «νηπτική [[θεολογία]]<br />[[κίνηση]] και [[τάση]] της ορθόδοξης χριστιανικής θεολογίας και ασκητικής εμπειρίας, πνευματικό [[περιεχόμενο]] της οποίας [[είναι]] η αδιάλειπτη [[προσευχή]], η [[συνεχής]] πνευματική [[άσκηση]], η [[ειλικρινής]] [[μετάνοια]] και η αδιάπτωτη νήψη και [[κάθαρση]] για ενάρετο βίο<br />β) «νηπτικοί πατέρες» ή «νηπτικοί θεολόγοι»<br /><b>εκκλ.</b> ορθόδοξοι μοναχοί και θεολόγοι που ανέπτυξαν τη νηπτική [[θεολογία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «νηπτικωτάτην<br />νήφειν ποιοῦσαν». <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νηπτικῶς</i> (Α)<br />με νηφάλιο τρόπο.
|mltxt=-ή, -ό (Α [[νηπτικός]], -ή, -όν) [[νήπτης]]<br />αυτός που απέχει από την [[οινοποσία]], [[νηφάλιος]], [[σώφρων]], [[συνετός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «νηπτική [[θεολογία]]<br />[[κίνηση]] και [[τάση]] της ορθόδοξης χριστιανικής θεολογίας και ασκητικής εμπειρίας, πνευματικό [[περιεχόμενο]] της οποίας [[είναι]] η αδιάλειπτη [[προσευχή]], η [[συνεχής]] πνευματική [[άσκηση]], η [[ειλικρινής]] [[μετάνοια]] και η αδιάπτωτη νήψη και [[κάθαρση]] για ενάρετο βίο<br />β) «νηπτικοί πατέρες» ή «νηπτικοί θεολόγοι»<br /><b>εκκλ.</b> ορθόδοξοι μοναχοί και θεολόγοι που ανέπτυξαν τη νηπτική [[θεολογία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «νηπτικωτάτην<br />νήφειν ποιοῦσαν». <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νηπτικῶς</i> (Α)<br />με νηφάλιο τρόπο.
}}
{{elru
|elrutext='''νηπτικός:''' [[воздержный]], [[трезвый]] Plut.
}}
}}

Latest revision as of 10:04, 30 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηπτικός Medium diacritics: νηπτικός Low diacritics: νηπτικός Capitals: ΝΗΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: nēptikós Transliteration B: nēptikos Transliteration C: niptikos Beta Code: nhptiko/s

English (LSJ)

νηπτική, νηπτικόν, sober, Com.Adesp.1088 (Sup.), Plu.2.709b, Vett.Val.242.18; νηπτικωτάτην· νήφειν ποιοῦσαν, Hsch. Adv. νηπτικῶς Vett.Val.179.6, al.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
sobre, tempérant.
Étymologie: νήφω.

German (Pape)

nüchtern, der mäßig lebt, ὁ νήφειν εἰωθώς, Gramm. Bei Plut. Symp. 7.6.3 Gegensatz von πολυπότης.

Russian (Dvoretsky)

νηπτικός: воздержный, трезвый Plut.

Greek (Liddell-Scott)

νηπτικός: -ή, -όν, ὁ νήφειν εἰωθώς, νηφάλιος, σώφρων, Πλούτ. 2. 709Β· - Καθ’ Ἡσύχ.: «νηπτικωτάτην· νήφειν ποιοῦσαν».

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α νηπτικός, -ή, -όν) νήπτης
αυτός που απέχει από την οινοποσία, νηφάλιος, σώφρων, συνετός
νεοελλ.
φρ. α) «νηπτική θεολογία
κίνηση και τάση της ορθόδοξης χριστιανικής θεολογίας και ασκητικής εμπειρίας, πνευματικό περιεχόμενο της οποίας είναι η αδιάλειπτη προσευχή, η συνεχής πνευματική άσκηση, η ειλικρινής μετάνοια και η αδιάπτωτη νήψη και κάθαρση για ενάρετο βίο
β) «νηπτικοί πατέρες» ή «νηπτικοί θεολόγοι»
εκκλ. ορθόδοξοι μοναχοί και θεολόγοι που ανέπτυξαν τη νηπτική θεολογία
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «νηπτικωτάτην
νήφειν ποιοῦσαν».
επίρρ...
νηπτικῶς (Α)
με νηφάλιο τρόπο.