ποσαπλάσιος: Difference between revisions
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - " -πλάσιος" to " -πλάσιος") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α, ον :<br />combien de fois plus grand ?<br />'''Étymologie:''' [[πόσος]], -πλάσιος. | |btext=α, ον :<br />combien de fois plus grand ?<br />'''Étymologie:''' [[πόσος]], [[-πλάσιος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 08:41, 2 December 2023
English (LSJ)
[πλᾰ], α, ον,
A how many times multiplied? how many fold? Pl.Men.83b.
2 c.gen., what multiple of…? ib.84e.
German (Pape)
[Seite 687] wie vielfach? wie vielmal größer? Plat. Men. 83 b.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
combien de fois plus grand ?
Étymologie: πόσος, -πλάσιος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποσαπλάσιος -α -ον [πόσος, ~ διπλάσιος] hoeveel maal groter?
Russian (Dvoretsky)
ποσαπλάσιος: (λᾰ) во сколько раз больший: ἀλλὰ π.; - Τετραπλάσιος Plat. во сколько же раз больше (данный четырехугольник)? - Вчетверо.
Greek Monolingual
-α, -ο / ποσαπλάσιος, -ία, -ον, ΝΜΑ
πόσο μεγαλύτερος, πόσο περισσότερος («ἀλλὰ ποσαπλάσιον, τετραπλάσιον», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόσος + -πλάσιος, κατά το πολλαπλάσιος και τα ανάλογ. αριθμητικά σε -πλάσιος (πρβλ. πενταπλάσιος, εκατονταπλάσιος)].
Greek Monotonic
ποσαπλάσιος: -α, -ον·
1. πόσες φορές πολλαπλάσιος; πόσες φορές επαναλαμβανόμενος; Λατ. quotuplex? σε Πλάτ.
2. με γεν., ποιο πολλαπλάσιο του...; στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
ποσαπλάσιος: -α, -ον, ποσάκις περισσότερος ἢ ποσάκις ἐπαναλαμβανόμενος; Λατ. quotuplex? ἔνθα ἡ ἀπόκρισις εἶναι τετραπλάσιον, Πλάτ. Μένων 83Β. 2) μετὰ γεν., τί πολλαπλάσιον τοῦ...; αὐτόθι 84Ε.
Middle Liddell
ποσα-πλάσιος, η, ον
1. how many times multiplied? how many fold? Lat. quotuplex? Plat.
2. c. gen. what multiple of… ? Plat.