ἐρημίτης: Difference between revisions
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
mNo edit summary |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=erimitis | |Transliteration C=erimitis | ||
|Beta Code=e)rhmi/ths | |Beta Code=e)rhmi/ths | ||
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, | |Definition=[ῑ], ου, ὁ, [[of the desert]], [[ὄνος]] ib. ''Jb.'' 11.12. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐρημίτης''': ῑ, ου, ὁ, ὁ τῆς ἐρήμου, [[ὄνος]], [[ἄγριος]] [[ὄνος]], Ἑβδ. (Ἰὼβ ΙΑ΄. 12). ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[ἐρημίτης]], μοναχὸς ζῶν ἐν τῇ ἐρήμῳ, Παλλαδ. Λαυσ. 1212C, Ἀποφθ. Πατέρ. 240Α, κλ. | |lstext='''ἐρημίτης''': ῑ, ου, ὁ, ὁ τῆς ἐρήμου, [[ὄνος]], [[ἄγριος]] [[ὄνος]], Ἑβδ. (Ἰὼβ ΙΑ΄. 12). ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[ἐρημίτης]], μοναχὸς ζῶν ἐν τῇ ἐρήμῳ, Παλλαδ. Λαυσ. 1212C, Ἀποφθ. Πατέρ. 240Α, κλ. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1026.png Seite 1026]] ὁ, der [[Einsiedler]], K. S. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ερημίτης]], ο, θηλ. [[ερημίτις]] και [[ερημίτισσα]] (AM [[ἐρημίτης]], θηλ. [[ἐρημῖτις]], -ιδος, Μ και [[ἐρημήτρια]]) [[έρημος]]<br />αυτός που ζει στην έρημο, απομονωμένος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(ορυκτ.)</b> [[ορυκτό]], φωσφορικό [[άλας]] δημητρίου, λανθανίου και θορίου<br />παρουσιάζεται σε γενικά μικρούς και πλατείς κρυστάλλους χρώματος κόκκινου, υποκαστανόχρου<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[μοναχός]], [[καλόγηρος]], [[ασκητής]], [[αναχωρητής]], [[ησυχαστής]]<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> [[ονομασία]] που δόθηκε σε μοναχούς, οι οποίοι ζούσαν σε [[κοινότητα]], [[αλλά]] ήταν απομονωμένοι σε κελλιά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ἐρημίτης]] [[ὄνος]]» — ο [[άγριος]] όνος της ερήμου (ΠΔ). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:24, 6 February 2024
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, of the desert, ὄνος ib. Jb. 11.12.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρημίτης: ῑ, ου, ὁ, ὁ τῆς ἐρήμου, ὄνος, ἄγριος ὄνος, Ἑβδ. (Ἰὼβ ΙΑ΄. 12). ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἐρημίτης, μοναχὸς ζῶν ἐν τῇ ἐρήμῳ, Παλλαδ. Λαυσ. 1212C, Ἀποφθ. Πατέρ. 240Α, κλ.
German (Pape)
[Seite 1026] ὁ, der Einsiedler, K. S.
Greek Monolingual
ερημίτης, ο, θηλ. ερημίτις και ερημίτισσα (AM ἐρημίτης, θηλ. ἐρημῖτις, -ιδος, Μ και ἐρημήτρια) έρημος
αυτός που ζει στην έρημο, απομονωμένος
νεοελλ.
(ορυκτ.) ορυκτό, φωσφορικό άλας δημητρίου, λανθανίου και θορίου
παρουσιάζεται σε γενικά μικρούς και πλατείς κρυστάλλους χρώματος κόκκινου, υποκαστανόχρου
νεοελλ.-μσν.
1. μοναχός, καλόγηρος, ασκητής, αναχωρητής, ησυχαστής
2. εκκλ. ονομασία που δόθηκε σε μοναχούς, οι οποίοι ζούσαν σε κοινότητα, αλλά ήταν απομονωμένοι σε κελλιά
αρχ.
φρ. «ἐρημίτης ὄνος» — ο άγριος όνος της ερήμου (ΠΔ).