εγκρίνω: Difference between revisions
From LSJ
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
(10) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α [[ἐγκρίνω]])<br /><b>1.</b> ύστερα από [[κρίση]] ή [[εξέταση]] [[παραδέχομαι]] [[κάτι]] ως σωστό, [[επιδοκιμάζω]] ( | |mltxt=(Α [[ἐγκρίνω]])<br /><b>1.</b> ύστερα από [[κρίση]] ή [[εξέταση]] [[παραδέχομαι]] [[κάτι]] ως σωστό, [[επιδοκιμάζω]] («ἐροῦ τιν' ἄνδρα [[ἄριστον]] ἐγκρίνειαν ἄν ἤ οὐ παῖδα τὸν ἐμόν», <b>Ευρ.</b>, <i>Ηλέκτρα</i>)<br /><b>2.</b> [[επικροτώ]], [[χαρακτηρίζω]] ως καλό («τοὺς δὲ τῆς ψυχῆς ἐραστὰς ἐγκρίνειν κατὰ τὸ σύνολον», <b>Πλούτ.</b> Ηθ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κάνω]] [[κάτι]] έγκυρο, [[αποφασίζω]] θετικά, [[επικυρώνω]] («ο [[υπουργός]] ενέκρινε τις δαπάνες», «τα εγκεκριμένα διδακτικά βιβλία»)<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>για πρόσ.</b>) [[εκλέγω]], [[αποδέχομαι]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:27, 6 February 2024
Greek Monolingual
(Α ἐγκρίνω)
1. ύστερα από κρίση ή εξέταση παραδέχομαι κάτι ως σωστό, επιδοκιμάζω («ἐροῦ τιν' ἄνδρα ἄριστον ἐγκρίνειαν ἄν ἤ οὐ παῖδα τὸν ἐμόν», Ευρ., Ηλέκτρα)
2. επικροτώ, χαρακτηρίζω ως καλό («τοὺς δὲ τῆς ψυχῆς ἐραστὰς ἐγκρίνειν κατὰ τὸ σύνολον», Πλούτ. Ηθ.)
νεοελλ.
κάνω κάτι έγκυρο, αποφασίζω θετικά, επικυρώνω («ο υπουργός ενέκρινε τις δαπάνες», «τα εγκεκριμένα διδακτικά βιβλία»)
αρχ.
(για πρόσ.) εκλέγω, αποδέχομαι.