γίννος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
m (Text replacement - "   " to "")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ginnos
|Transliteration C=ginnos
|Beta Code=gi/nnos
|Beta Code=gi/nnos
|Definition=or γιννός, ὁ, alleged offspring of mare by mule, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span> 577b25</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">GA</span>748b34</span>; <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[small mule]], <span class="bibl">Str.4.6.2</span>; [[hinny]], Hsch.; γῖνος <span class="title">IG</span>12(1).677.23 (Ialysus).</span>
|Definition=or [[γιννός]], ὁ, alleged offspring of mare by mule, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]'' 577b25, cf. ''GA''748b34; [[small mule]], Str.4.6.2; [[hinny]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; γῖνος ''IG''12(1).677.23 (Ialysus).
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> γῖνος <i>IG</i> 12(1).677.23 (Yaliso III a.C.)<br />[[mulo enano]] o [[caballería de poca alzada]] Arist.<i>GA</i> 747<sup>b</sup>25<br /><b class="num">•</b>por una mala gestación de cualquier caballería, Arist.<i>GA</i> 748<sup>b</sup>35, <i>HA</i> 577<sup>b</sup>25, cf. <i>IG</i> [[l.c.]], Plin.<i>HN</i> 8.174, Str.4.6.2, Mart.6.77.7, Phlp.<i>in GA</i> 129.21.
}}
{{elru
|elrutext='''γίννος:''' ὁ, [[varia lectio|v.l.]] [[γῖννος]], γιννός, γῖνος, [[ἵννος]], [[ἴννος]] и др. увечный или больной мул (γ. ἐστὶ [[ἡμίονος]] [[ἀνάπηρος]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''γίννος''': ὁ, [[ἀνάπηρος]], ἀτελὴς [[ἡμίονος]], μικρὸς [[ἡμίονος]] ([[ὀρεύς]]), Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 6. 24, 2, πρβλ. Γεν. Ζ. 2. 8, 24, Varro R. R. 2. 8, Plin N. H. 8. 69· - γραφόμενον γῖνος ἐν Ροδ. Ἐπιγραφ. (Trans. of R. Soc. of Lit. 11. [[μέρος]] 3. σ. 9), [[ὅπερ]] δικαιολογεῖ τὸν τύπον γῖννος ἐν τοῖς χειρογρ. τοῦ Ἀριστ. Πρὸς τὸ [[ἴννος]] ἐν τῷ Σχολ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 790, πρβλ. τὸ Λατ. hinnus.
|lstext='''γίννος''': ὁ, [[ἀνάπηρος]], ἀτελὴς [[ἡμίονος]], μικρὸς [[ἡμίονος]] ([[ὀρεύς]]), Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 6. 24, 2, πρβλ. Γεν. Ζ. 2. 8, 24, Varro R. R. 2. 8, Plin N. H. 8. 69· - γραφόμενον γῖνος ἐν Ροδ. Ἐπιγραφ. (Trans. of R. Soc. of Lit. 11. [[μέρος]] 3. σ. 9), [[ὅπερ]] δικαιολογεῖ τὸν τύπον γῖννος ἐν τοῖς χειρογρ. τοῦ Ἀριστ. Πρὸς τὸ [[ἴννος]] ἐν τῷ Σχολ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 790, πρβλ. τὸ Λατ. hinnus.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> γῖνος <i>IG</i> 12(1).677.23 (Yaliso III a.C.)<br />[[mulo enano]] o [[caballería de poca alzada]] Arist.<i>GA</i> 747<sup>b</sup>25<br /><b class="num">•</b>por una mala gestación de cualquier caballería, Arist.<i>GA</i> 748<sup>b</sup>35, <i>HA</i> 577<sup>b</sup>25, cf. <i>IG</i> l.c., Plin.<i>HN</i> 8.174, Str.4.6.2, Mart.6.77.7, Phlp.<i>in GA</i> 129.21.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και γιννός, ο (Α [[γίννος]] και γῑνος). <b>νεοελλ.</b> [[γόνος]] αρσενικού ίππου και θηλυκής όνου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> υποτιθέμενος [[γόνος]] ημιόνου και θηλυκής όνου<br /><b>2.</b> [[μικρόσωμος]] [[ημίονος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος, άγνωστης ετυμολογίας. Πιθανόν να συνδέεται με τον μεταγενέστερο τ. [[ίννος]], ενώ άλλοι δεν αποκλείουν κάποια [[σχέση]] με το ρ. [[γίγνομαι]] / [[γίνομαι]].
|mltxt=και γιννός, ο (Α [[γίννος]] και γῖνος). <b>νεοελλ.</b> [[γόνος]] αρσενικού ίππου και θηλυκής όνου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> υποτιθέμενος [[γόνος]] ημιόνου και θηλυκής όνου<br /><b>2.</b> [[μικρόσωμος]] [[ημίονος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος, άγνωστης ετυμολογίας. Πιθανόν να συνδέεται με τον μεταγενέστερο τ. [[ίννος]], ενώ άλλοι δεν αποκλείουν κάποια [[σχέση]] με το ρ. [[γίγνομαι]] / [[γίνομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''γίννος:''' ὁ, v. l. [[γῖννος]], γιννός, γῖνος, [[ἵννος]], [[ἴννος]] и др. увечный или больной мул (γ. ἐστὶ [[ἡμίονος]] [[ἀνάπηρος]] Arst.).
}}
}}
{{etym
{{etym
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''γίννος''': {gínnos}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': Bez. des Maulesels (Arist., Str., H.), auch γινος (Ialysos).<br />'''Etymology''' : Fremdwort unbekannten Ursprungs. Vgl. zu [[ὄνιννος]].<br />'''Page''' 1,309
|ftr='''γίννος''': {gínnos}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': Bez. des Maulesels (Arist., Str., H.), auch γινος (Ialysos).<br />'''Etymology''': Fremdwort unbekannten Ursprungs. Vgl. zu [[ὄνιννος]].<br />'''Page''' 1,309
}}
}}

Latest revision as of 14:28, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γίννος Medium diacritics: γίννος Low diacritics: γίννος Capitals: ΓΙΝΝΟΣ
Transliteration A: gínnos Transliteration B: ginnos Transliteration C: ginnos Beta Code: gi/nnos

English (LSJ)

or γιννός, ὁ, alleged offspring of mare by mule, Arist.HA 577b25, cf. GA748b34; small mule, Str.4.6.2; hinny, Hsch.; γῖνος IG12(1).677.23 (Ialysus).

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Alolema(s): γῖνος IG 12(1).677.23 (Yaliso III a.C.)
mulo enano o caballería de poca alzada Arist.GA 747b25
por una mala gestación de cualquier caballería, Arist.GA 748b35, HA 577b25, cf. IG l.c., Plin.HN 8.174, Str.4.6.2, Mart.6.77.7, Phlp.in GA 129.21.

Russian (Dvoretsky)

γίννος: ὁ, v.l. γῖννος, γιννός, γῖνος, ἵννος, ἴννος и др. увечный или больной мул (γ. ἐστὶ ἡμίονος ἀνάπηρος Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

γίννος: ὁ, ἀνάπηρος, ἀτελὴς ἡμίονος, μικρὸς ἡμίονος (ὀρεύς), Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 6. 24, 2, πρβλ. Γεν. Ζ. 2. 8, 24, Varro R. R. 2. 8, Plin N. H. 8. 69· - γραφόμενον γῖνος ἐν Ροδ. Ἐπιγραφ. (Trans. of R. Soc. of Lit. 11. μέρος 3. σ. 9), ὅπερ δικαιολογεῖ τὸν τύπον γῖννος ἐν τοῖς χειρογρ. τοῦ Ἀριστ. Πρὸς τὸ ἴννος ἐν τῷ Σχολ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 790, πρβλ. τὸ Λατ. hinnus.

Greek Monolingual

και γιννός, ο (Α γίννος και γῖνος). νεοελλ. γόνος αρσενικού ίππου και θηλυκής όνου
αρχ.
1. υποτιθέμενος γόνος ημιόνου και θηλυκής όνου
2. μικρόσωμος ημίονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, άγνωστης ετυμολογίας. Πιθανόν να συνδέεται με τον μεταγενέστερο τ. ίννος, ενώ άλλοι δεν αποκλείουν κάποια σχέση με το ρ. γίγνομαι / γίνομαι.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: offspring of a mare by a mule (Arist.)
Other forms: also γινος (Ialysos). The accent. γίννος, γιννός and γῖνος is given: LSJ + Supp. Also ἰννός H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Unknown. See DELG. The forms without γ- or with υ may well be late. But hardly from γίγνομαι. Prob. a Pre-Greek word. Cf. ὄνιννος.

Frisk Etymology German

γίννος: {gínnos}
Grammar: m.
Meaning: Bez. des Maulesels (Arist., Str., H.), auch γινος (Ialysos).
Etymology: Fremdwort unbekannten Ursprungs. Vgl. zu ὄνιννος.
Page 1,309