αραρίσκω: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ ζῆν ἀλύπως ἀνδρός ἐστιν εὐτυχοῦς → Satis beati est esse sine maeroribus → Ein Leben ohne Leid führt nur, wer glücklich ist

Menander, Monostichoi, 509
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀραρίσκω]] (Α)<br />Ι. 1. [[συνδέω]], [[ταιριάζω]] [[μαζί]]<br /><b>2.</b> [[συναρμολογώ]], [[κατασκευάζω]]<br /><b>3.</b> [[εξαρτύω]], [[εξοπλίζω]], [[εφοδιάζω]]<br /><b>4.</b> [[παρασκευάζω]], [[ετοιμάζω]]<br /><b>5.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] σύμφωνα με την [[προτίμηση]] κάποιου<br /><b>6.</b> [[είμαι]] [[αρμόδιος]], [[κατάλληλος]], [[έτοιμος]], [[ευχάριστος]]<br />II. <b>(μτχ.)</b> <i>ἀρηρώς</i> κ. <i>ἀραρώς</i>, -<i>υῑα</i>, -<i>ός</i><br /><b>1.</b> [[πυκνός]] στη [[διάταξη]], [[στερεά]] [[συγκροτημένος]]<br /><b>2.</b> εφοδιασμένος, στολισμένος<br /><b>3.</b> προσαρμοσμένος, [[ταιριαστός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο ενεστ. [[αραρίσκω]] [[είναι]] [[νεώτερος]] [[σχηματισμός]] από τον β' αόριστο <i>ήραρον</i> (απρμφ. <i>αραρείν</i>) και το [[επίθημα]] -[[ίσκω]]. Ο [[αόριστος]] αυτός, [[καθώς]] και ο αρχ. πρκμ. [[ἄραρα]], προήλθε από αναδιπλασιασμό της ρίζας <i>αρ</i> - «[[συνάπτω]], [[ταιριάζω]]» (πρβλ. αρμ. αόρ. <i>arari</i> «έκανα»), η οποία απαντά [[επιπλέον]] σε μια [[σειρά]] λέξεων διαφόρων γλωσσών (πρβλ. αβεστ. <i>ar</i><i>ā</i><i>nte</i> «εγκαθίσταμαι», αβεστ. <i>ar</i><i>ә</i><i>m</i> «προσαρμοσμένος»). Ο ενεστ. [[αραρίσκω]] [[είναι]] [[συνήθης]] αποκλειστικά στην [[ποίηση]], ήδη στην [[Ιλιάδα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[άρθρο]], [[άρμα]], [[αρμός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αραρότως]], [[αρθμός]], [[άρμα]] (Ι), [[αρμή]]].
|mltxt=[[ἀραρίσκω]] (Α)<br />Ι. 1. [[συνδέω]], [[ταιριάζω]] [[μαζί]]<br /><b>2.</b> [[συναρμολογώ]], [[κατασκευάζω]]<br /><b>3.</b> [[εξαρτύω]], [[εξοπλίζω]], [[εφοδιάζω]]<br /><b>4.</b> [[παρασκευάζω]], [[ετοιμάζω]]<br /><b>5.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] σύμφωνα με την [[προτίμηση]] κάποιου<br /><b>6.</b> [[είμαι]] [[αρμόδιος]], [[κατάλληλος]], [[έτοιμος]], [[ευχάριστος]]<br />II. <b>(μτχ.)</b> <i>ἀρηρώς</i> κ. <i>ἀραρώς</i>, -<i>υῖα</i>, -<i>ός</i><br /><b>1.</b> [[πυκνός]] στη [[διάταξη]], [[στερεά]] [[συγκροτημένος]]<br /><b>2.</b> εφοδιασμένος, στολισμένος<br /><b>3.</b> προσαρμοσμένος, [[ταιριαστός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο ενεστ. [[αραρίσκω]] [[είναι]] [[νεώτερος]] [[σχηματισμός]] από τον β' αόριστο <i>ήραρον</i> (απρμφ. <i>αραρείν</i>) και το [[επίθημα]] -[[ίσκω]]. Ο [[αόριστος]] αυτός, [[καθώς]] και ο αρχ. πρκμ. [[ἄραρα]], προήλθε από αναδιπλασιασμό της ρίζας <i>αρ</i> - «[[συνάπτω]], [[ταιριάζω]]» (πρβλ. αρμ. αόρ. <i>arari</i> «έκανα»), η οποία απαντά [[επιπλέον]] σε μια [[σειρά]] λέξεων διαφόρων γλωσσών (πρβλ. αβεστ. <i>ar</i><i>ā</i><i>nte</i> «εγκαθίσταμαι», αβεστ. <i>ar</i><i>ә</i><i>m</i> «προσαρμοσμένος»). Ο ενεστ. [[αραρίσκω]] [[είναι]] [[συνήθης]] αποκλειστικά στην [[ποίηση]], ήδη στην [[Ιλιάδα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[άρθρο]], [[άρμα]], [[αρμός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αραρότως]], [[αρθμός]], [[άρμα]] (Ι), [[αρμή]]].
}}
}}

Latest revision as of 14:28, 6 February 2024

Greek Monolingual

ἀραρίσκω (Α)
Ι. 1. συνδέω, ταιριάζω μαζί
2. συναρμολογώ, κατασκευάζω
3. εξαρτύω, εξοπλίζω, εφοδιάζω
4. παρασκευάζω, ετοιμάζω
5. κάνω κάτι σύμφωνα με την προτίμηση κάποιου
6. είμαι αρμόδιος, κατάλληλος, έτοιμος, ευχάριστος
II. (μτχ.) ἀρηρώς κ. ἀραρώς, -υῖα, -ός
1. πυκνός στη διάταξη, στερεά συγκροτημένος
2. εφοδιασμένος, στολισμένος
3. προσαρμοσμένος, ταιριαστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. αραρίσκω είναι νεώτερος σχηματισμός από τον β' αόριστο ήραρον (απρμφ. αραρείν) και το επίθημα -ίσκω. Ο αόριστος αυτός, καθώς και ο αρχ. πρκμ. ἄραρα, προήλθε από αναδιπλασιασμό της ρίζας αρ - «συνάπτω, ταιριάζω» (πρβλ. αρμ. αόρ. arari «έκανα»), η οποία απαντά επιπλέον σε μια σειρά λέξεων διαφόρων γλωσσών (πρβλ. αβεστ. arānte «εγκαθίσταμαι», αβεστ. arәm «προσαρμοσμένος»). Ο ενεστ. αραρίσκω είναι συνήθης αποκλειστικά στην ποίηση, ήδη στην Ιλιάδα.
ΠΑΡ. άρθρο, άρμα, αρμός
αρχ.
αραρότως, αρθμός, άρμα (Ι), αρμή].