φορώ: Difference between revisions
Ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → Hominem non velle significat silentium → Das Schweigen zeugt davon, dass der, der schweigt, nicht will
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br /> φορῶ, -έω, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. [[φοράω]] Ν<br /> [[βάζω]] [[επάνω]] μου [[ένδυμα]], [[κόσμημα]], όπλο ή [[άλλο]] [[αντικείμενο]], ντύνομαι, [[φέρω]] (α. «φορούν νεραϊδογνέματα και πολυτρίχια», Γρυπ.<br /> β. «το γελεκάκι που φορείς...», λαϊκ. [[τραγούδι]]<br /> γ. «φοράει χρυσά δόντια» δ. «φοράει το [[σπαθί]] του» ε. «[[θώρηξ]] [[χάλκεος]], ὅν φορέεσκε», <b>Ομ. Ιλ.</b><br /> στ. «ἐσθήματα φοροῦντα ἐκείνῳ [[ταὐτά]]», <b>Σοφ.</b>)<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> <b>1.</b> [[ντύνω]] κάποιον με [[κάτι]] (α. «του φόρεσα τα παπούτσια του» β. «της φόρεσαν τα νυφικά της»)<br /> <b>2.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ.) [[φορεμένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br /> (για ενδύματα) [[μεταχειρισμένος]]<br /> <b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «του τήν φόρεσα» — τόν εξαπάτησα ή τόν εκδικήθηκα με δόλιο τρόπο<br /> β) «φοριέται πολύ»<br /> i) [[είναι]] πολύ της μόδας<br /> ii) συνηθίζεται<br /> <b>4.</b> <b>παροιμ.</b> «ό,τι έχει το φορεί και κλέφτη δε φοβάται» — λέγεται για κάποιον που [[είναι]] τόσο [[φτωχός]] ώστε δεν έχει [[τίποτε]] να του πάρουν<br /> <b>μσν.-αρχ.</b><br /> [[υφίσταμαι]], [[υποφέρω]]<br /> <b>αρχ.</b><br /> <b>1.</b> [[φέρνω]], [[μεταφέρω]] («ἵπποι οἳ φορέεσκον ἀμύμονα Πηλείωνα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /> <b>2.</b> (σχετικά με ψυχικά γνωρίσματα) έχω [[κάτι]] ή [[είμαι]] [[κάτι]] («μή νυν ἕν [[ἦθος]] μοῦνον ἐν σαυτῷ φόρει», <b>Σοφ.</b>)<br /> <b>3.</b> [[περιφέρω]] εδώ κι [[εκεί]], [[παρασύρω]] (α. «ἄχνας [[ἄνεμος]] φορέει», <b>Ομ. Ιλ.</b><br /> β. «[[ὅπως]] μὴ διαχεόμενον, [[ὥσπερ]] ἡ γῆ, | |mltxt=<b>(I)</b><br /> φορῶ, -έω, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. [[φοράω]] Ν<br /> [[βάζω]] [[επάνω]] μου [[ένδυμα]], [[κόσμημα]], όπλο ή [[άλλο]] [[αντικείμενο]], ντύνομαι, [[φέρω]] (α. «φορούν νεραϊδογνέματα και πολυτρίχια», Γρυπ.<br /> β. «το γελεκάκι που φορείς...», λαϊκ. [[τραγούδι]]<br /> γ. «φοράει χρυσά δόντια» δ. «φοράει το [[σπαθί]] του» ε. «[[θώρηξ]] [[χάλκεος]], ὅν φορέεσκε», <b>Ομ. Ιλ.</b><br /> στ. «ἐσθήματα φοροῦντα ἐκείνῳ [[ταὐτά]]», <b>Σοφ.</b>)<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> <b>1.</b> [[ντύνω]] κάποιον με [[κάτι]] (α. «του φόρεσα τα παπούτσια του» β. «της φόρεσαν τα νυφικά της»)<br /> <b>2.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ.) [[φορεμένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br /> (για ενδύματα) [[μεταχειρισμένος]]<br /> <b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «του τήν φόρεσα» — τόν εξαπάτησα ή τόν εκδικήθηκα με δόλιο τρόπο<br /> β) «φοριέται πολύ»<br /> i) [[είναι]] πολύ της μόδας<br /> ii) συνηθίζεται<br /> <b>4.</b> <b>παροιμ.</b> «ό,τι έχει το φορεί και κλέφτη δε φοβάται» — λέγεται για κάποιον που [[είναι]] τόσο [[φτωχός]] ώστε δεν έχει [[τίποτε]] να του πάρουν<br /> <b>μσν.-αρχ.</b><br /> [[υφίσταμαι]], [[υποφέρω]]<br /> <b>αρχ.</b><br /> <b>1.</b> [[φέρνω]], [[μεταφέρω]] («ἵπποι οἳ φορέεσκον ἀμύμονα Πηλείωνα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /> <b>2.</b> (σχετικά με ψυχικά γνωρίσματα) έχω [[κάτι]] ή [[είμαι]] [[κάτι]] («μή νυν ἕν [[ἦθος]] μοῦνον ἐν σαυτῷ φόρει», <b>Σοφ.</b>)<br /> <b>3.</b> [[περιφέρω]] εδώ κι [[εκεί]], [[παρασύρω]] (α. «ἄχνας [[ἄνεμος]] φορέει», <b>Ομ. Ιλ.</b><br /> β. «[[ὅπως]] μὴ διαχεόμενον, [[ὥσπερ]] ἡ γῆ, φοροῖτο», <b>Θουκ.</b>)<br /> <b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>φοροῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br /> [[μεταφέρω]] [[συχνά]] («αὐτὴ δὲ πηγὰς ποταμίους φορουμένη», <b>Ευρ.</b>)<br /> <b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ἀγγελίας φορῶ» — [[είμαι]] [[αγγελιαφόρος]] (<b>Ηρόδ.</b>)<br /> β) «ἐν γαστρὶ ἐφόρει» — ήταν [[έγκυος]] <b>επιγρ.</b>.<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επιτ. - [[επαναληπτικός]] τ. σχηματισμένος από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>φορ</i>- της ρίζας του [[φέρω]] (<b>πρβλ.</b> [[σέβομαι]]: <i>σοβῶ</i>) ή μετονοματικό παρ. του [[φόρος]] (<b>πρβλ.</b> [[σκέπτομαι]]: [[σκοπός]]: <i>σκοπῶ</i>). Ο νεοελλ. τ. [[φοράω]] έχει σχηματιστεί [[κατά]] τα νεοασυναίρετα ρ. σε -<i>άω</i> (<b>πρβλ.</b> [[αγαπώ]]: <i>αγαπάω</i>)].<br /><b>(II)</b><br /> -άω, Α<br /> τ. [[αντί]] του φωρῶ. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:50, 6 February 2024
Greek Monolingual
(I)
φορῶ, -έω, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. φοράω Ν
βάζω επάνω μου ένδυμα, κόσμημα, όπλο ή άλλο αντικείμενο, ντύνομαι, φέρω (α. «φορούν νεραϊδογνέματα και πολυτρίχια», Γρυπ.
β. «το γελεκάκι που φορείς...», λαϊκ. τραγούδι
γ. «φοράει χρυσά δόντια» δ. «φοράει το σπαθί του» ε. «θώρηξ χάλκεος, ὅν φορέεσκε», Ομ. Ιλ.
στ. «ἐσθήματα φοροῦντα ἐκείνῳ ταὐτά», Σοφ.)
νεοελλ.
1. ντύνω κάποιον με κάτι (α. «του φόρεσα τα παπούτσια του» β. «της φόρεσαν τα νυφικά της»)
2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) φορεμένος, -η, -ο
(για ενδύματα) μεταχειρισμένος
3. φρ. α) «του τήν φόρεσα» — τόν εξαπάτησα ή τόν εκδικήθηκα με δόλιο τρόπο
β) «φοριέται πολύ»
i) είναι πολύ της μόδας
ii) συνηθίζεται
4. παροιμ. «ό,τι έχει το φορεί και κλέφτη δε φοβάται» — λέγεται για κάποιον που είναι τόσο φτωχός ώστε δεν έχει τίποτε να του πάρουν
μσν.-αρχ.
υφίσταμαι, υποφέρω
αρχ.
1. φέρνω, μεταφέρω («ἵπποι οἳ φορέεσκον ἀμύμονα Πηλείωνα», Ομ. Ιλ.)
2. (σχετικά με ψυχικά γνωρίσματα) έχω κάτι ή είμαι κάτι («μή νυν ἕν ἦθος μοῦνον ἐν σαυτῷ φόρει», Σοφ.)
3. περιφέρω εδώ κι εκεί, παρασύρω (α. «ἄχνας ἄνεμος φορέει», Ομ. Ιλ.
β. «ὅπως μὴ διαχεόμενον, ὥσπερ ἡ γῆ, φοροῖτο», Θουκ.)
4. μέσ. φοροῦμαι, -έομαι
μεταφέρω συχνά («αὐτὴ δὲ πηγὰς ποταμίους φορουμένη», Ευρ.)
5. φρ. α) «ἀγγελίας φορῶ» — είμαι αγγελιαφόρος (Ηρόδ.)
β) «ἐν γαστρὶ ἐφόρει» — ήταν έγκυος επιγρ..
[ΕΤΥΜΟΛ. Επιτ. - επαναληπτικός τ. σχηματισμένος από την ετεροιωμένη βαθμίδα φορ- της ρίζας του φέρω (πρβλ. σέβομαι: σοβῶ) ή μετονοματικό παρ. του φόρος (πρβλ. σκέπτομαι: σκοπός: σκοπῶ). Ο νεοελλ. τ. φοράω έχει σχηματιστεί κατά τα νεοασυναίρετα ρ. σε -άω (πρβλ. αγαπώ: αγαπάω)].
(II)
-άω, Α
τ. αντί του φωρῶ.