ψόθος: Difference between revisions

From LSJ

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158
(47c)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=psothos
|Transliteration C=psothos
|Beta Code=yo/qos
|Beta Code=yo/qos
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ἀκαθαρσία]], <span class="bibl">Phryn.Com.95</span> (fr. Hsch. (where also = [[ψώρα]] and <b class="b3">θόρυβος</b>), Phot., Suid.); = [[ψόφος]] acc. to Theognost.<span class="title">Can.</span>54.</span>
|Definition=ὁ, = [[ἀκαθαρσία]] ([[filth]], [[dirt]], [[uncleanness]]), Phryn.Com.95 (fr. [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] (where also = [[ψώρα]] and [[θόρυβος]]), Phot., Suid.); = [[ψόφος]] ([[noise]]), acc. to Theognost.''Can.''54.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1401.png Seite 1401]] 1) = [[ψόφος]], [[θόρυβος]] (vgl. θήρ u. φήρ), VLL. – 2) = [[ψόλος]], VLL.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1401.png Seite 1401]] 1) = [[ψόφος]], [[θόρυβος]] (vgl. θήρ u. φήρ), VLL. – 2) = [[ψόλος]], VLL.
}}
{{elru
|elrutext='''ψόθος:''' ὁ Arph. = [[ψοθοιός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 17: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />και ψοῑθος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) α) [[αιθάλη]], [[καπνός]]<br />β) [[ρύπος]], [[ακαθαρσία]]<br /><b>2.</b> (μόνον ο τ. <i>ψοῑθος</i>) ([[κατά]] το Μέγα Ετυμολογικόν, τον <b>Φώτ.</b> και το λεξ. [[Σούδα]]) [[σποδός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με το [[επιφώνημα]] <i>ψό</i> και εμφανίζει το ίδιο δασύ [[σύμφωνο]] -<i>θ</i>- με τα συνώνυμα [[ὄνθος]], [[σπέλεθος]], [[σπύραθος]].———————— <b>(II)</b><br />ὁ Α<br />([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> και τον Θεόγνωστ.) [[θόρυβος]], [[ψόφος]] (Ι).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με το [[επιφώνημα]] <i>ψό</i> και έχει σχηματιστεί πιθ. [[κατά]] τα συνώνυμα [[ψόφος]] [Ι], [[ῥόθος]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />και ψοῑθος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) α) [[αιθάλη]], [[καπνός]]<br />β) [[ρύπος]], [[ακαθαρσία]]<br /><b>2.</b> (μόνον ο τ. <i>ψοῖθος</i>) ([[κατά]] το Μέγα Ετυμολογικόν, τον <b>Φώτ.</b> και το λεξ. [[Σούδα]]) [[σποδός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με το [[επιφώνημα]] <i>ψό</i> και εμφανίζει το ίδιο δασύ [[σύμφωνο]] -<i>θ</i>- με τα συνώνυμα [[ὄνθος]], [[σπέλεθος]], [[σπύραθος]].<br /><b>(II)</b><br />ὁ Α<br />([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> και τον Θεόγνωστ.) [[θόρυβος]], [[ψόφος]] (Ι).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με το [[επιφώνημα]] <i>ψό</i> και έχει σχηματιστεί πιθ. [[κατά]] τα συνώνυμα [[ψόφος]] [Ι], [[ῥόθος]].
}}
{{FriskDe
|ftr='''ψόθος''': 1.<br />{psóthos}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': = [[ἀκαθαρσία]], [[ῥύπος]], [[ψώρα]] (A.''Fr''. 82 = 21 M., Ar. ''Fr''. 829, Phryn.Kom., H., Phot., Suid.); ψόθιον (-ίον cod.)· αἰθαλῶδες, ψοθόν· [[μέλαν]] H.; auch ψοθώ<ρ>α· [[ψώρα]], ψόθωρ<ον>· αὐχμηρόν H. (vgl. Wackernagel Phil. 95, 191), [[ψοθόκη]]· [[ἀκαθαρσία]] (Hdn. Gr.), [[ψοθοιὸς]] ὁ [[ἀκάθαρτος]] (Theognost. ''Kan''.).<br />'''Etymology''': Volkstümliche Wörter ohne feste schriftliche Tradition. Am nächsten kommt [[ψόλος]] (s.d.); zum θ-Element vgl. die synonymen [[ὄνθος]], [[σπέλεθος]], σπύραθοι.<br />'''Page''' 2,1139<br />2.<br />{psóthos}<br />'''Meaning''': ... [[θόρυβος]], ψοθάλλειν· ψοφεῖν H.; ψοθεῦσιν = ψοφέουσιν (Kall.''Fr''. 194, 106).<br />'''Etymology''': Kreuzung von [[ψόφος]] und [[ῥόθος]]; ψοθάλλειν nach ψάλλειν u.a.<br />'''Page''' 2,1139
}}
}}

Latest revision as of 14:51, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψόθος Medium diacritics: ψόθος Low diacritics: ψόθος Capitals: ΨΟΘΟΣ
Transliteration A: psóthos Transliteration B: psothos Transliteration C: psothos Beta Code: yo/qos

English (LSJ)

ὁ, = ἀκαθαρσία (filth, dirt, uncleanness), Phryn.Com.95 (fr. Hsch. (where also = ψώρα and θόρυβος), Phot., Suid.); = ψόφος (noise), acc. to Theognost.Can.54.

German (Pape)

[Seite 1401] 1) = ψόφος, θόρυβος (vgl. θήρ u. φήρ), VLL. – 2) = ψόλος, VLL.

Russian (Dvoretsky)

ψόθος: ὁ Arph. = ψοθοιός.

Greek (Liddell-Scott)

ψόθος: ὁ, = ψόφος, κατὰ διαλεκτικὴν μεταβολήν, Θεόγνωστ. ἐν Κραμ. Ὀξ. Ἀν. 54. 13. ΙΙ. = ψόλος, Ἡσύχ., Σουΐδ.· κατὰ τὸν Φρύνιχ. παρὰ Φωτ., = ἀκαθαρσία· ἐντεῦθεν ἐπίθ. ψόθιος, -α, -ον, καὶ ψόθωρος, ον, = ψολόεις, Ἡσύχ. Ἐκ τοῦ ψόλος κατὰ διαλεκτικὴν μεταβολήν, ὡς τὸ Λατ. lacryma, ἐκ τοῦ δάκρυον, κλπ.)

Greek Monolingual

(I)
και ψοῑθος, ὁ, Α
1. (κατά το λεξ. Σούδα) α) αιθάλη, καπνός
β) ρύπος, ακαθαρσία
2. (μόνον ο τ. ψοῖθος) (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν, τον Φώτ. και το λεξ. Σούδα) σποδός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το επιφώνημα ψό και εμφανίζει το ίδιο δασύ σύμφωνο -θ- με τα συνώνυμα ὄνθος, σπέλεθος, σπύραθος.
(II)
ὁ Α
(κατά τον Ησύχ. και τον Θεόγνωστ.) θόρυβος, ψόφος (Ι).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το επιφώνημα ψό και έχει σχηματιστεί πιθ. κατά τα συνώνυμα ψόφος [Ι], ῥόθος.

Frisk Etymology German

ψόθος: 1.
{psóthos}
Grammar: m.
Meaning: = ἀκαθαρσία, ῥύπος, ψώρα (A.Fr. 82 = 21 M., Ar. Fr. 829, Phryn.Kom., H., Phot., Suid.); ψόθιον (-ίον cod.)· αἰθαλῶδες, ψοθόν· μέλαν H.; auch ψοθώ<ρ>α· ψώρα, ψόθωρ<ον>· αὐχμηρόν H. (vgl. Wackernagel Phil. 95, 191), ψοθόκη· ἀκαθαρσία (Hdn. Gr.), ψοθοιὸςἀκάθαρτος (Theognost. Kan.).
Etymology: Volkstümliche Wörter ohne feste schriftliche Tradition. Am nächsten kommt ψόλος (s.d.); zum θ-Element vgl. die synonymen ὄνθος, σπέλεθος, σπύραθοι.
Page 2,1139
2.
{psóthos}
Meaning: ... θόρυβος, ψοθάλλειν· ψοφεῖν H.; ψοθεῦσιν = ψοφέουσιν (Kall.Fr. 194, 106).
Etymology: Kreuzung von ψόφος und ῥόθος; ψοθάλλειν nach ψάλλειν u.a.
Page 2,1139