ὠμοφάγος: Difference between revisions
Εἷς ἐστι δοῦλος οἰκίας ὁ δεσπότης → Unus familiae servus ipse adeo est herus → Nur einen Sklaven gibt's allein im Haus, den Herrn
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(18 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=omofagos | |Transliteration C=omofagos | ||
|Beta Code=w)mo/fagos | |Beta Code=w)mo/fagos | ||
|Definition=(parox.), ον, < | |Definition=(parox.), ον,<br><span class="bld">A</span> [[eating raw flesh]], [[carnivorous]], of savage beasts, [[λέοντες]], [[θῶες]], [[λύκοι]], Il.5.782, 11.479, 16.157; θῆρες ''h.Ven.''124; of the Centaurs, Thgn. 542; of savage men, Th.3.94, Str.15.1.57, Porph.''Abst.''1.13; of certain daemons, ὠμοφάγοι χθόνιοι ''PMag.Par.''1.1444; τὰ ὠ. [[carnivores]], Hp.''Vict.''2.49 cod.M, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''608b25, ''PA''694a1; <b class="b3">ὠ. χάρις</b> (cf. [[ἀνδροβρώς]]) E.''Ba.''139 (lyr.).<br><span class="bld">II</span> rarely proparox. [[ὠμόφαγος]], ον, Pass., [[eaten raw]], of sacrifices offered to Dionysus, E.''Fr.''472.12 (anap., <b class="b3">τάς τ' ὠμοφάγους δαίτας τελέσας</b> codd. perhaps rightly, cf. [[ὠμοφάγιον]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />[[qui mange de la chair crue]].<br />'''Étymologie:''' [[ὠμός]], [[ἔφαγον]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>roh [[essend]], [[fressend]]</i>, bes. <i>[[rohes]] [[Fleisch]] [[essend]]</i>; gew. von wilden, reißenden Tieren, λέοντες, λύκοι, θῶες, <i>Il</i>. 5.782, 16.157, 11.479 und [[öfter]]; θῆρες <i>H.h. Ven</i>. 124; von [[Menschen]] Thuc. 3.94. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὠμοφάγος:''' (ᾰ)<br /><b class="num">1</b> [[питающийся сырым мясом]] ([[ἔθνος]] Thuc.);<br /><b class="num">2</b> [[плотоядный]], [[хищный]] (λέοντες, θῶες Hom.; θῆρες HH; ''[[sc.]]'' ζῷα Arst.);<br /><b class="num">3</b> Eur. = [[ὠμόφαγος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὠμοφάγος''': [ᾰ], -ον, (ὠμὸς) ὁ τρώγων ὠμὸν [[κρέας]], [[σαρκοβόρος]], ἐπὶ ἀγρίων θηρίων, λέοντες, θῶες, λύκοι Ἰλ. Ε. 782, Λ. 479, Π. 157· θῆρες Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 124· ἐπὶ τῶν Κενταύρων, Θέογν. 542· ἐπὶ ἀγρίων ἀνθρώπων, Θουκ. 3. 94, Πορφύρ. π. Ἀποχ. Ἐμψύχ. § 13· - τὰ ὠμοφάγα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 10· πρβλ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 17· - ὠμ. [[χάρις]] (πρβλ. ἀνδροβρὼς) Εὐρ. Βάκχ. 139. Πρβλ. [[ὠμάδιος]], [[ὠμηστής]], ΙΙ. σπανίως προπαροξ., ὠμόφαγος, ον, παθ., ὁ ὠμὸς φαγωθείς, δαῖτες ὠμ., θυσίαι γενόμεναι εἰς τιμὴν τοῦ Διονύσου, Εὐρ. Ἀποσπ. 475α. 12. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὠμοφάγους δαῖτας· τοὺς τὰ ὠμὰ κρέα μερίζοντας καὶ ἐσθίοντας». | |lstext='''ὠμοφάγος''': [ᾰ], -ον, (ὠμὸς) ὁ τρώγων ὠμὸν [[κρέας]], [[σαρκοβόρος]], ἐπὶ ἀγρίων θηρίων, λέοντες, θῶες, λύκοι Ἰλ. Ε. 782, Λ. 479, Π. 157· θῆρες Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 124· ἐπὶ τῶν Κενταύρων, Θέογν. 542· ἐπὶ ἀγρίων ἀνθρώπων, Θουκ. 3. 94, Πορφύρ. π. Ἀποχ. Ἐμψύχ. § 13· - τὰ ὠμοφάγα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 10· πρβλ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 17· - ὠμ. [[χάρις]] (πρβλ. ἀνδροβρὼς) Εὐρ. Βάκχ. 139. Πρβλ. [[ὠμάδιος]], [[ὠμηστής]], ΙΙ. σπανίως προπαροξ., ὠμόφαγος, ον, παθ., ὁ ὠμὸς φαγωθείς, δαῖτες ὠμ., θυσίαι γενόμεναι εἰς τιμὴν τοῦ Διονύσου, Εὐρ. Ἀποσπ. 475α. 12. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὠμοφάγους δαῖτας· τοὺς τὰ ὠμὰ κρέα μερίζοντας καὶ ἐσθίοντας». | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 23: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / [[ὠμοφάγος]],-ον, ΝΑ<br />αυτός που τρώει ωμές τροφές και, [[ιδίως]], ωμό [[κρέας]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ωμοφάγα</i><br />τα σαρκοφάγα ζώα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ὠμοφάγος]] [[χάρις]]» — η [[χαρά]] που προκαλείται από τη [[βρώση]] ωμού κρέατος (<b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠμός]] <span style="color: red;">+</span> -[[φάγος]]. Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.].<br />-ον Α<br />([[κυρίως]] σε θυσίες [[προς]] τιμήν του Βάκχου) αυτός που τρώγεται ή αυτός που φαγώθηκε [[ωμός]] ( | |mltxt=-α, -ο / [[ὠμοφάγος]],-ον, ΝΑ<br />αυτός που τρώει ωμές τροφές και, [[ιδίως]], ωμό [[κρέας]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ωμοφάγα</i><br />τα σαρκοφάγα ζώα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ὠμοφάγος]] [[χάρις]]» — η [[χαρά]] που προκαλείται από τη [[βρώση]] ωμού κρέατος (<b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠμός]] <span style="color: red;">+</span> -[[φάγος]]. Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.].<br />-ον Α<br />([[κυρίως]] σε θυσίες [[προς]] τιμήν του Βάκχου) αυτός που τρώγεται ή αυτός που φαγώθηκε [[ωμός]] («δαῖτες ὠμόφαγοι», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φαγος</i>. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὠμοφάγος:''' [ᾰ], -ον ([[ὠμός]], [[φαγεῖν]]), αυτός που τρώει ωμό [[κρέας]], [[σαρκοφάγος]], σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ. | |lsmtext='''ὠμοφάγος:''' [ᾰ], -ον ([[ὠμός]], [[φαγεῖν]]), αυτός που τρώει ωμό [[κρέας]], [[σαρκοφάγος]], σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ὠμο- | |mdlsjtxt=ὠμο-φᾰ́γος, ον, [[ὠμός]], [[φαγεῖν]]<br />[[eating]] raw [[flesh]], [[carnivorous]], Il., Thuc. | ||
}} | }} | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[eating raw flesh]] | |woodrun=[[eating raw flesh]] | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=Ἀπό τό [[ὠμός]] + [[φαγεῖν]] τοῦ [[ἐσθίω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=-ον [[devorador de carne cruda]] en plu. de seres indefinidos ὠμοφάγοι χθόνιοι καὶ θεὲ χθόνιε καὶ ἥρωες χθόνιοι <b class="b3">subterráneos devoradores de carne cruda, dios subterráneo y difuntos subterráneos</b> P IV 1444 | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:53, 6 February 2024
English (LSJ)
(parox.), ον,
A eating raw flesh, carnivorous, of savage beasts, λέοντες, θῶες, λύκοι, Il.5.782, 11.479, 16.157; θῆρες h.Ven.124; of the Centaurs, Thgn. 542; of savage men, Th.3.94, Str.15.1.57, Porph.Abst.1.13; of certain daemons, ὠμοφάγοι χθόνιοι PMag.Par.1.1444; τὰ ὠ. carnivores, Hp.Vict.2.49 cod.M, Arist.HA608b25, PA694a1; ὠ. χάρις (cf. ἀνδροβρώς) E.Ba.139 (lyr.).
II rarely proparox. ὠμόφαγος, ον, Pass., eaten raw, of sacrifices offered to Dionysus, E.Fr.472.12 (anap., τάς τ' ὠμοφάγους δαίτας τελέσας codd. perhaps rightly, cf. ὠμοφάγιον).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui mange de la chair crue.
Étymologie: ὠμός, ἔφαγον.
German (Pape)
roh essend, fressend, bes. rohes Fleisch essend; gew. von wilden, reißenden Tieren, λέοντες, λύκοι, θῶες, Il. 5.782, 16.157, 11.479 und öfter; θῆρες H.h. Ven. 124; von Menschen Thuc. 3.94.
Russian (Dvoretsky)
ὠμοφάγος: (ᾰ)
1 питающийся сырым мясом (ἔθνος Thuc.);
2 плотоядный, хищный (λέοντες, θῶες Hom.; θῆρες HH; sc. ζῷα Arst.);
3 Eur. = ὠμόφαγος.
Greek (Liddell-Scott)
ὠμοφάγος: [ᾰ], -ον, (ὠμὸς) ὁ τρώγων ὠμὸν κρέας, σαρκοβόρος, ἐπὶ ἀγρίων θηρίων, λέοντες, θῶες, λύκοι Ἰλ. Ε. 782, Λ. 479, Π. 157· θῆρες Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 124· ἐπὶ τῶν Κενταύρων, Θέογν. 542· ἐπὶ ἀγρίων ἀνθρώπων, Θουκ. 3. 94, Πορφύρ. π. Ἀποχ. Ἐμψύχ. § 13· - τὰ ὠμοφάγα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 10· πρβλ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 17· - ὠμ. χάρις (πρβλ. ἀνδροβρὼς) Εὐρ. Βάκχ. 139. Πρβλ. ὠμάδιος, ὠμηστής, ΙΙ. σπανίως προπαροξ., ὠμόφαγος, ον, παθ., ὁ ὠμὸς φαγωθείς, δαῖτες ὠμ., θυσίαι γενόμεναι εἰς τιμὴν τοῦ Διονύσου, Εὐρ. Ἀποσπ. 475α. 12. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὠμοφάγους δαῖτας· τοὺς τὰ ὠμὰ κρέα μερίζοντας καὶ ἐσθίοντας».
English (Autenrieth)
Spanish
Greek Monolingual
-α, -ο / ὠμοφάγος,-ον, ΝΑ
αυτός που τρώει ωμές τροφές και, ιδίως, ωμό κρέας
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ωμοφάγα
τα σαρκοφάγα ζώα
αρχ.
φρ. «ὠμοφάγος χάρις» — η χαρά που προκαλείται από τη βρώση ωμού κρέατος (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + -φάγος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.].
-ον Α
(κυρίως σε θυσίες προς τιμήν του Βάκχου) αυτός που τρώγεται ή αυτός που φαγώθηκε ωμός («δαῖτες ὠμόφαγοι», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + -φαγος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.].
Greek Monotonic
ὠμοφάγος: [ᾰ], -ον (ὠμός, φαγεῖν), αυτός που τρώει ωμό κρέας, σαρκοφάγος, σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ.
Middle Liddell
ὠμο-φᾰ́γος, ον, ὠμός, φαγεῖν
eating raw flesh, carnivorous, Il., Thuc.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό ὠμός + φαγεῖν τοῦ ἐσθίω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Léxico de magia
-ον devorador de carne cruda en plu. de seres indefinidos ὠμοφάγοι χθόνιοι καὶ θεὲ χθόνιε καὶ ἥρωες χθόνιοι subterráneos devoradores de carne cruda, dios subterráneo y difuntos subterráneos P IV 1444