ῥίγιστος: Difference between revisions

From LSJ

ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ίστη, -ον, Α<br />(υπερθ. του <i>ῥῑγος</i>)<br /><b>1.</b> ο πιο [[φρικτός]], φρικτότατος, φοβερότατος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υπερθ. του [[ῥῖγος]] (<b>βλ. λ.</b> [[ῥίγιον]])].
|mltxt=-ίστη, -ον, Α<br />(υπερθ. του <i>ῥῖγος</i>)<br /><b>1.</b> ο πιο [[φρικτός]], φρικτότατος, φοβερότατος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υπερθ. του [[ῥῖγος]] (<b>βλ. λ.</b> [[ῥίγιον]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 14:55, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῑγιστος Medium diacritics: ῥίγιστος Low diacritics: ρίγιστος Capitals: ΡΙΓΙΣΤΟΣ
Transliteration A: rhígistos Transliteration B: rhigistos Transliteration C: rigistos Beta Code: r(i/gistos

English (LSJ)

η, ον, Sup. Adj. formed from ῥιγέω, most horrible, ῥίγιστα θεοὶ τετληότες εἰμέν Il.5.873; [Ζεὺς] ῥίγιστος ἀλιτροῖς A.R.2.215, cf. 292; ὃ δὴ ῥίγιστον ὄδωδεν Nic.Th.64.

German (Pape)

[Seite 842] superl. zu ῥίγιον, am frostigsten, schauderhaftesten, schrecklichsten; Ζεὺς ἀλιτροῖς, Ap. Rh. 2, 215, vgl. 292; ῥίγιστα, das Schlimmste, Il. 5, 873.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
le plus glacial ; le plus terrible ; Sp. neutre adv. • ῥίγιστα IL de la manière la plus terrible.
Étymologie: Sp. dérivé de ῥῖγος ; cf. ῥίγιον.

Greek (Liddell-Scott)

ῥίγιστος: -η, -ον, ὑπερθετ. ἐπίθετ. σχηματισθὲν ἐκ τοῦ ῥῖγος (ὡς τὸ κύδιστος ἐκ τοῦ κῦδος), ψυχρότατος, τρομερώτατος, ῥίγιστα θεοὶ τετληότες εἰμὲν Ἰλ. Ε. 873˙ Ζεὺς ῥίγιστος ἀλιτροῖς «ὅστις φοβερός ἐστι τοῖς ἀμαρτάνουσιν εἰς ἱκέτας (Σχόλ.) Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 215˙ ὃ δὴ ῥίγιστον ὄδωδε Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 55 Α.

Greek Monolingual

-ίστη, -ον, Α
(υπερθ. του ῥῖγος)
1. ο πιο φρικτός, φρικτότατος, φοβερότατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υπερθ. του ῥῖγος (βλ. λ. ῥίγιον)].

Greek Monotonic

ῥίγιστος: -η, -ον, υπερθ. επίθ. από το ῥῖγος (όπως το κύδιστος από το κῦδος), ψυχρότατος, παγερότατος, τρομερότατος, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ῥίγιστος, η, ον [Sup. adj. formed from ῥῖγος (as κῦ/διστος from κῦδοσ)]
coldest: most horrible, Il.