ἀπρόοπτος: Difference between revisions
(CSV import) |
|||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aprooptos | |Transliteration C=aprooptos | ||
|Beta Code=a)pro/optos | |Beta Code=a)pro/optos | ||
|Definition= | |Definition=ἀπρόοπτον,<br><span class="bld">A</span> [[unforeseen]], [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''1074 (lyr.); ἐξ ἀπροόπτου Aesop.330. Adv. [[ἀπροόπτως]] ''PAmh.''2.154.7 (vi A. D.).<br><span class="bld">II</span> Act., [[not foreseeing]], [[unwary]], Poll.1.179; ἀ. τοῦ μέλλοντος Id.3.117. Adv. [[ἀπροόπτως]] Sor.1.71, Ael.''NA''1.8. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> contr. adv. ἀπρούπτως Critias <i>Fr.Trag</i>.4a.13<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>de cosas y abstr. [[imprevisto]] Ζεὺς ὑμᾶς εἰς ἀπρόοπτον πῆμ' εἰσέβαλεν A.<i>Pr</i>.1074, οὐ γὰρ ἐστιν οὐδὲν τῶν τηλικούτων ἀπρόοπτον D.C.67.16.1, cf. Hsch.<br /><b class="num">2</b> de pers. [[imprevisor]] (στρατηγός) Poll.1.179, ἀ. τοῦ μέλλοντος Poll.3.117.<br /><b class="num">II</b> adv. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> contr. adv. [[ἀπρούπτως]] Critias <i>Fr.Trag</i>.4a.13<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>de cosas y abstr. [[imprevisto]] Ζεὺς ὑμᾶς εἰς ἀπρόοπτον πῆμ' εἰσέβαλεν A.<i>Pr</i>.1074, οὐ γὰρ ἐστιν οὐδὲν τῶν τηλικούτων ἀπρόοπτον D.C.67.16.1, cf. Hsch.<br /><b class="num">2</b> de pers. [[imprevisor]] ([[στρατηγός]]) Poll.1.179, ἀ. τοῦ μέλλοντος Poll.3.117.<br /><b class="num">II</b> adv. [[ἀπροόπτως]]<br /><b class="num">1</b> [[de improviso]], [[inesperadamente]] ἀ. τοῦ ἐμβρύου κατενεχθέντος Sor.144.15, ἀ. ὑποσπείρει παγίδας ἡμῖν Basil.M.31.541A, ἀ. προσενεχθεὶς Gr.Nyss.<i>Eun</i>.3.5.26, ἀ. ἐμβαλεῖν Socr.Sch.<i>HE</i> 7.18.10, ἐπειδὴ ἀ. πρᾶγμα οὐ θέλω ἀναγαγεῖν αὐτοῖς <i>PAmh</i>.154.7 (VI/VII d.C.).<br /><b class="num">2</b> [[inconscientemente]] e.e. [[sin prever las consecuencias]] [[ἀπροόπτως]] ἐπικυλισθεῖσα habiéndose echado [[encima]] (de un niño) [[inconscientemente]]</i> Sor.80.29, τῶν συγκυνηγετούντων ἀπροόπτως παραφερόμενος dejando atrás sin darse cuenta a sus compañeros cazadores</i> Ael.<i>NA</i> 1.8, cf. Critias [[l.c.]] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />imprévu.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], προόψομαι. | |btext=ος, ον :<br />[[imprévu]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[προόψομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=ἀπρόβλεπτος). Ἀπό τό α στερητ. + [[προόψομαι]] (τοῦ προορῶ). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] ὁρῶ. | |mantxt=(=[[ἀπρόβλεπτος]]). Ἀπό τό α στερητ. + [[προόψομαι]] (τοῦ προορῶ). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] ὁρῶ. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:19, 7 February 2024
English (LSJ)
ἀπρόοπτον,
A unforeseen, A.Pr.1074 (lyr.); ἐξ ἀπροόπτου Aesop.330. Adv. ἀπροόπτως PAmh.2.154.7 (vi A. D.).
II Act., not foreseeing, unwary, Poll.1.179; ἀ. τοῦ μέλλοντος Id.3.117. Adv. ἀπροόπτως Sor.1.71, Ael.NA1.8.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): contr. adv. ἀπρούπτως Critias Fr.Trag.4a.13
I 1de cosas y abstr. imprevisto Ζεὺς ὑμᾶς εἰς ἀπρόοπτον πῆμ' εἰσέβαλεν A.Pr.1074, οὐ γὰρ ἐστιν οὐδὲν τῶν τηλικούτων ἀπρόοπτον D.C.67.16.1, cf. Hsch.
2 de pers. imprevisor (στρατηγός) Poll.1.179, ἀ. τοῦ μέλλοντος Poll.3.117.
II adv. ἀπροόπτως
1 de improviso, inesperadamente ἀ. τοῦ ἐμβρύου κατενεχθέντος Sor.144.15, ἀ. ὑποσπείρει παγίδας ἡμῖν Basil.M.31.541A, ἀ. προσενεχθεὶς Gr.Nyss.Eun.3.5.26, ἀ. ἐμβαλεῖν Socr.Sch.HE 7.18.10, ἐπειδὴ ἀ. πρᾶγμα οὐ θέλω ἀναγαγεῖν αὐτοῖς PAmh.154.7 (VI/VII d.C.).
2 inconscientemente e.e. sin prever las consecuencias ἀπροόπτως ἐπικυλισθεῖσα habiéndose echado encima (de un niño) inconscientemente Sor.80.29, τῶν συγκυνηγετούντων ἀπροόπτως παραφερόμενος dejando atrás sin darse cuenta a sus compañeros cazadores Ael.NA 1.8, cf. Critias l.c.
German (Pape)
[Seite 339] unvorhergesehen, Aesch. Prom. 1076; ἐξ ἀπροόπτου Aesop. 110; adv., Plut.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
imprévu.
Étymologie: ἀ, προόψομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀπρόοπτος: непредвиденный (πῆμα Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπρόοπτος: -ον, ὁ μὴ προβλεπόμενος, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ προΐδῃ. - Ἐπίρρ. -τως Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 1038F. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ προβλέπων, ὁ μὴ περιμένων τι, Πολυδ. Α΄, 179· ἀπρόοπτος τοῦ μέλλοντος ὁ αὐτ. Γ΄, 117.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀπρόοπτος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει προβλεφθεί ή δεν μπορεί να προβλεφθεί, απροσδόκητος
2. φρ. «ἐξ ἀπροόπτου» — ξαφνικά, απροσδόκητα
αρχ.-μσν.
επίρρ. ἀπροόπτως
ξαφνικά, απροσδόκητα
μσν.
(επίρρ., -ως) χωρίς πρόβλεψη, ασύνετα
αρχ.
ο μη προορατικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + πρόοπτος < προ - + οπτός (II) («ορατός, φανερός») < όπωπα, πρκμ. β' του ορώ].
Greek Monotonic
ἀπρόοπτος: -ον (προόψομαι, μέλ. του προοράω), απρόβλεπτος, αυτός τον οποίον δεν μπορεί κάποιος να προβλέψει, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
προόψομαι, fut. of προοράω
unforeseen, Aesch.
Mantoulidis Etymological
(=ἀπρόβλεπτος). Ἀπό τό α στερητ. + προόψομαι (τοῦ προορῶ). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ὁρῶ.