ὑψίκρημνος: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
(1b) |
|||
(15 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypsikrimnos | |Transliteration C=ypsikrimnos | ||
|Beta Code=u(yi/krhmnos | |Beta Code=u(yi/krhmnos | ||
|Definition= | |Definition=ὑψίκρημνον,<br><span class="bld">A</span> [[with high crags]], Μίμας Hom.''Epigr.''6.5.<br><span class="bld">II</span> [[built on a high crag]], πόλισμα [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''421 (lyr.), cf. ''Fr.''32. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />[[bâti sur une hauteur escarpée]].<br />'''Étymologie:''' [[ὕψι]], [[κρημνός]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>mit hohen, steilen Abhängen</i>; Hom. <i>ep</i>. 6.5; [[πόλισμα]], Aesch. <i>Prom</i>. 419; Her. <i>vit.Hom</i>. 17. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑψίκρημνος:'''<br /><b class="num">1</b> [[с высокими кручами]], [[обрывистый]] ([[Μίμας]] Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[расположенный на высокой скале]] ([[πόλισμα]] Aesch.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑψίκρημνος''': -ον, ὁ ἔχων ὑψηλοὺς κρημνούς, ἐπὶ ὄρους, ὑπορείην ὑψικρήμνοιο Μίμαντος Ὁμηρ. Ἐπιγράμμ. 6. 5· πρβλ. [[ὑψηλόκρημνος]]. ΙΙ. ἐπὶ [[πόλεων]], ᾠκοδομημένος ἐπὶ ὑψηλοῦ κρημνοῦ, [[πόλισμα]] Αἰσχύλ. Προμ. 421, πρβλ. Ἀποσπ. 28. | |lstext='''ὑψίκρημνος''': -ον, ὁ ἔχων ὑψηλοὺς κρημνούς, ἐπὶ ὄρους, ὑπορείην ὑψικρήμνοιο Μίμαντος Ὁμηρ. Ἐπιγράμμ. 6. 5· πρβλ. [[ὑψηλόκρημνος]]. ΙΙ. ἐπὶ [[πόλεων]], ᾠκοδομημένος ἐπὶ ὑψηλοῦ κρημνοῦ, [[πόλισμα]] Αἰσχύλ. Προμ. 421, πρβλ. Ἀποσπ. 28. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 21: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑψίκρημνος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που έχει ψηλούς γκρεμούς· λέγεται για [[βουνό]], σε Επιγρ. Ομηρ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πόλεις, χτισμένη, οικοδομημένη πάνω σε ψηλό γκρεμό, σε απόκρημνη [[περιοχή]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ὑψίκρημνος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που έχει ψηλούς γκρεμούς· λέγεται για [[βουνό]], σε Επιγρ. Ομηρ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πόλεις, χτισμένη, οικοδομημένη πάνω σε ψηλό γκρεμό, σε απόκρημνη [[περιοχή]], σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ὑψί-κρημνος, ον,<br /><b class="num">I.</b> with [[high]] crags, of a [[mountain]], Hom. Epigram.<br /><b class="num">II.</b> of towns, built on a [[high]] [[crag]], Aesch. | |mdlsjtxt=ὑψί-κρημνος, ον,<br /><b class="num">I.</b> with [[high]] crags, of a [[mountain]], Hom. Epigram.<br /><b class="num">II.</b> of towns, built on a [[high]] [[crag]], Aesch. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:20, 7 February 2024
English (LSJ)
ὑψίκρημνον,
A with high crags, Μίμας Hom.Epigr.6.5.
II built on a high crag, πόλισμα A.Pr.421 (lyr.), cf. Fr.32.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
bâti sur une hauteur escarpée.
Étymologie: ὕψι, κρημνός.
German (Pape)
mit hohen, steilen Abhängen; Hom. ep. 6.5; πόλισμα, Aesch. Prom. 419; Her. vit.Hom. 17.
Russian (Dvoretsky)
ὑψίκρημνος:
1 с высокими кручами, обрывистый (Μίμας Hom.);
2 расположенный на высокой скале (πόλισμα Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑψίκρημνος: -ον, ὁ ἔχων ὑψηλοὺς κρημνούς, ἐπὶ ὄρους, ὑπορείην ὑψικρήμνοιο Μίμαντος Ὁμηρ. Ἐπιγράμμ. 6. 5· πρβλ. ὑψηλόκρημνος. ΙΙ. ἐπὶ πόλεων, ᾠκοδομημένος ἐπὶ ὑψηλοῦ κρημνοῦ, πόλισμα Αἰσχύλ. Προμ. 421, πρβλ. Ἀποσπ. 28.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. (για όρος) αυτός που έχει ψηλούς κρημνούς, απότομος
2. (για πόλη) ο χτισμένος πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο («ὑψίκρημνον οἳ πόλισμα Καυκάσου πέλας νέμονται», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + κρημνός «γκρεμός»].
Greek Monotonic
ὑψίκρημνος: -ον, I. αυτός που έχει ψηλούς γκρεμούς· λέγεται για βουνό, σε Επιγρ. Ομηρ.
II. λέγεται για πόλεις, χτισμένη, οικοδομημένη πάνω σε ψηλό γκρεμό, σε απόκρημνη περιοχή, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
ὑψί-κρημνος, ον,
I. with high crags, of a mountain, Hom. Epigram.
II. of towns, built on a high crag, Aesch.