ἀνάστροφος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ ἐμφυὲς οὔτ' αἴθων ἀλώπηξ οὔτ' ἐρίβρομοι λέοντες διαλλάξαιντο ἦθος → the red fox and the roaring lion cannot change the nature born in them

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anastrofos
|Transliteration C=anastrofos
|Beta Code=a)na/strofos
|Beta Code=a)na/strofos
|Definition=ἀνάστροφον, = [[ἀναστρόφιος]] ([[inverse]]), Papp.828.17 ([[si vera lectio|s.v.l.]]).
|Definition=ἀνάστροφον, = [[ἀναστρόφιος]] ([[inverse]]), Papp.828.17 ([[si vera lectio|s.v.l.]]); adv. [[ἀναστρόφως]] = [[inversely]].
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνάστροφος]], -ον) [[αναστρέφω]]<br /><b>1.</b> [[αντίστροφος]], [[ανάποδος]], [[αντίξοος]]<br /><b>2.</b> <b>επίρρ.</b> <i>ανάστροφα</i><br />αντίστροφα, [[ανάποδα]], [[παρά]] [[προσδοκία]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η ανάστροφη</i><br />[[ράπισμα]] με τη [[ράχη]] του χεριού, [[μπάτσος]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνάστροφος]], -ον) [[αναστρέφω]]<br /><b>1.</b> [[αντίστροφος]], [[ανάποδος]], [[αντίξοος]]<br /><b>2.</b> <b>επίρρ.</b> <i>ανάστροφα</i><br />αντίστροφα, [[ανάποδα]], [[παρά]] [[προσδοκία]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η ανάστροφη</i><br />[[ράπισμα]] με τη [[ράχη]] του χεριού, [[μπάτσος]].
}}
{{trml
|trtx====[[inversely]]===
Bulgarian: обратно; Finnish: käänteisesti; French: [[inversement]]; German: [[umgekehrt]]; Greek: [[αντίθετα]], [[ανάποδα]], [[αντίστροφα]]; Ancient Greek: [[ἀλλάξ]], [[ἀνάπαλι]], [[ἀνάπαλιν]], [[ἀναστρόφως]], [[ἀναστροφίως]], [[ἀνεστραμμένως]], [[ἀντεστραμμένως]], [[ἀντιπεπονθότως]], [[ἀντιστρόφως]], [[ἔμπαλιν]], [[ἐνηλλαγμένως]]; Spanish: [[inversamente]]
}}
}}

Latest revision as of 19:00, 9 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάστροφος Medium diacritics: ἀνάστροφος Low diacritics: ανάστροφος Capitals: ΑΝΑΣΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: anástrophos Transliteration B: anastrophos Transliteration C: anastrofos Beta Code: a)na/strofos

English (LSJ)

ἀνάστροφον, = ἀναστρόφιος (inverse), Papp.828.17 (s.v.l.); adv. ἀναστρόφως = inversely.

Spanish (DGE)

-ον
1 mat. recíproco Papp.828.17.
2 adv. ἀναστρόφως = inversamente, al revés Chrysipp.Stoic.2.71, Iambl.VP 118.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνάστροφος, -ον) αναστρέφω
1. αντίστροφος, ανάποδος, αντίξοος
2. επίρρ. ανάστροφα
αντίστροφα, ανάποδα, παρά προσδοκία
3. το θηλ. ως ουσ. η ανάστροφη
ράπισμα με τη ράχη του χεριού, μπάτσος.

Translations