αναδεικνύω: Difference between revisions
From LSJ
Βασίλεια δ' εἰκών ἐστιν ἔμψυχος θεοῦ → Rex est imago viva viventis dei → Ein Königreich ist ein beseeltes Bild von Gott
(3) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α ἀναδεικνύω και | |mltxt=(Α [[ἀναδεικνύω]] και [[ἀναδείκνυμι]], Ν και [[αναδείχνω]])<br />[[εκλέγω]] σε [[αξίωμα]], [[ανακηρύσσω]], [[αναγορεύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον ή [[κάτι]] σπουδαίο, [[εξυψώνω]], [[προάγω]], [[προβάλλω]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[επιτυγχάνω]] σε κάποια [[επίδοση]], [[προοδεύω]], [[ευδοκιμώ]], διακρίνομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανυψώνω]] και [[δείχνω]] [[κάτι]], [[εκθέτω]], [[εμφανίζω]], [[επιδεικνύω]]<br /><b>2.</b> [[αφιερώνω]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ἀναδείκνυμι]] ἀσπίδα», [[κρατώ]] [[ψηλά]] την [[ασπίδα]] σαν [[σινιάλο]] «[[ἀναδείκνυμι]] πύλας», [[ανοίγω]] διάπλατα τις πύλες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δεικνύω]], [[δείκνυμι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ανάδειξη]] (-<i>ις</i>)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:37, 13 February 2024
Greek Monolingual
(Α ἀναδεικνύω και ἀναδείκνυμι, Ν και αναδείχνω)
εκλέγω σε αξίωμα, ανακηρύσσω, αναγορεύω
νεοελλ.
1. κάνω κάποιον ή κάτι σπουδαίο, εξυψώνω, προάγω, προβάλλω
2. μέσ. επιτυγχάνω σε κάποια επίδοση, προοδεύω, ευδοκιμώ, διακρίνομαι
αρχ.
1. ανυψώνω και δείχνω κάτι, εκθέτω, εμφανίζω, επιδεικνύω
2. αφιερώνω
3. φρ. «ἀναδείκνυμι ἀσπίδα», κρατώ ψηλά την ασπίδα σαν σινιάλο «ἀναδείκνυμι πύλας», ανοίγω διάπλατα τις πύλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + δεικνύω, δείκνυμι.
ΠΑΡ. ανάδειξη (-ις)].