peerless: Difference between revisions
Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall
(Woodhouse 4) |
mNo edit summary |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ | {{Woodhouse1 | ||
| | |Text=[[File:p2.png|right|Woodhouse page for {{PAGENAME}} - Opens in new window|link={{filepath:woodhouse_602.jpg}}]] | ||
===adjective=== | |||
[[prose|P.]] and [[verse|V.]] [[ἄριστος]], [[θαυμαστός]], [[ἐξαίρετος]], [[ἔκκριτος]], [[ἐκπρεπής]], [[διαπρεπής]], [[verse|V.]] [[ἔξοχος]]. | |||
[[peerless in beauty]]: [[verse|V.]] [[κάλλει ὑπερφέρων]]. | |||
[[peerless beauty]], subs.: [[verse|V.]] [[καλλίστευμα]], τό. | |||
[[unsurpassed]]: [[prose|P.]] [[ἀνυπέρβλητος]]. | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[incomparable]]=== | |||
Armenian: անհամեմատելի; Azerbaijani: misilsiz, bənzərsiz; Belarusian: непараўнальны; Bulgarian: несравним, безподобен; Catalan: incomparable; Chinese Cantonese: 冇得比; Mandarin: 無比的/无比的; Czech: nesrovnatelný; Dutch: [[onvergelijkbaar]]; Finnish: verraton, vertaansa vailla; French: [[incomparable]]; German: [[unvergleichlich]]; Greek: [[ασύγκριτος]]; Ancient Greek: [[ἀναμίλλητος]], [[ἀνανταγώνιστος]], [[ἀνείκαστος]], [[ἀνεφάμιλλος]], [[ἀνυπέρθετος]], [[ἀξύμβλητος]], [[ἀπαράβλητος]], [[ἀπαράθετος]], [[ἀπαραμίλλητος]], [[ἀπαρείκαστος]], [[ἀσύγκριτος]], [[ἀσυμβίβαστος]], [[ἀσύμβλητος]], [[δυσπαράβλητος]]; Hungarian: összehasonlíthatatlan; Irish: dosháraithe; Italian: [[incomparabile]]; Macedonian: неспоредлив; Occitan: incomparable; Old English: unwiþmetendlīċ; Polish: nieporównywalny; Portuguese: [[incomparável]]; Romanian: incomparabil, necomparabil; Russian: [[несравнимый]], [[несравненный]], [[бесподобный]]; Sanskrit: अतुल्य; Slovak: neporovnateľný; Slovene: neprimerljiv; Spanish: [[incomparable]], [[inigualable]]; Tagalog: walang-kahulilip; Telugu: సాటిలేని; Ukrainian: незрівнянний | |||
===[[unparalleled]]=== | |||
Bulgarian: несравним; Chinese Mandarin: 無比的/无比的, 無雙的/无双的, 空前未有的, 無人能出其右的/无人能出其右的; Dutch: [[ongeëvenaard]]; English: [[beyond compare]], [[incomparable]], [[matchless]], [[peerless]], [[unequalled]], [[unparalleled]], [[unparallelled]], [[unrivaled]], [[unrivalled]]; Finnish: verraton, vertaansa vailla, ennätyksellinen; French: [[sans égal]], [[incomparable]]; Greek: [[άκρως χαρισματικός]], [[άλλος τέτοιος δεν υπάρχει]], [[αμίμητος]], [[ανεπανάληπτος]], [[άνευ προηγουμένου]], [[ανυπέρβλητος]], [[αξεπέραστος]], [[άπαικτος]], [[άπαιχτος]], [[απαραλλήλιστος]], [[απαράμιλλης αξίας]], [[απαράμιλλος]], [[ασύγκριτος]], [[ασυναγώνιστος]], [[άφθαστος]], [[άφταστος]], [[άψογος]], [[δεν επιδέχεται σύγκριση]], [[δεν έχει όμοιό της]], [[δεν έχει όμοιό του]], [[δεν παίζεται]], [[δεν συγκρίνεται με κανέναν]], [[δεν συγκρίνεται με τίποτα]], [[δεν υπάρχει άλλος σαν κι αυτόν]], [[δεν υπάρχει σύγκριση]], [[ένα και μοναδικό]], [[ένας και μοναδικός]], [[εξαιρετικός]], [[και ο πρώτος]], [[καλύτερος με διαφορά]], [[μακράν καλύτερος]], [[με διαφορά ο καλύτερος]], [[μία και μοναδική]], [[μοναδικός]], [[μοναδικός στο είδος του]], [[πολύ μπροστά]], [[πρωτάκουστος]], [[πρωτοφανής]], [[σαφώς καλύτερος]], [[σκίζει]], [[ύπατος]], [[υπερέχων]], [[χωρίς όμοιό της]], [[χωρίς όμοιό του]], [[χωρίς προηγούμενο]], [[χωρίς ταίρι]]; Ottoman Turkish: اشسز; Polish: bezprzykładny; Portuguese: [[ímpar]]; Russian: [[беспримерный]], [[бесподобный]], [[беспрецедентный]]; Sanskrit: अतुल्य; Spanish: [[sin par]], [[sin parangón]], [[señero]]; Turkish: eşşiz, benzersiz; Welsh: heb ail | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:21, 13 February 2024
English > Greek (Woodhouse)
adjective
P. and V. ἄριστος, θαυμαστός, ἐξαίρετος, ἔκκριτος, ἐκπρεπής, διαπρεπής, V. ἔξοχος.
peerless in beauty: V. κάλλει ὑπερφέρων.
peerless beauty, subs.: V. καλλίστευμα, τό.
Translations
incomparable
Armenian: անհամեմատելի; Azerbaijani: misilsiz, bənzərsiz; Belarusian: непараўнальны; Bulgarian: несравним, безподобен; Catalan: incomparable; Chinese Cantonese: 冇得比; Mandarin: 無比的/无比的; Czech: nesrovnatelný; Dutch: onvergelijkbaar; Finnish: verraton, vertaansa vailla; French: incomparable; German: unvergleichlich; Greek: ασύγκριτος; Ancient Greek: ἀναμίλλητος, ἀνανταγώνιστος, ἀνείκαστος, ἀνεφάμιλλος, ἀνυπέρθετος, ἀξύμβλητος, ἀπαράβλητος, ἀπαράθετος, ἀπαραμίλλητος, ἀπαρείκαστος, ἀσύγκριτος, ἀσυμβίβαστος, ἀσύμβλητος, δυσπαράβλητος; Hungarian: összehasonlíthatatlan; Irish: dosháraithe; Italian: incomparabile; Macedonian: неспоредлив; Occitan: incomparable; Old English: unwiþmetendlīċ; Polish: nieporównywalny; Portuguese: incomparável; Romanian: incomparabil, necomparabil; Russian: несравнимый, несравненный, бесподобный; Sanskrit: अतुल्य; Slovak: neporovnateľný; Slovene: neprimerljiv; Spanish: incomparable, inigualable; Tagalog: walang-kahulilip; Telugu: సాటిలేని; Ukrainian: незрівнянний
unparalleled
Bulgarian: несравним; Chinese Mandarin: 無比的/无比的, 無雙的/无双的, 空前未有的, 無人能出其右的/无人能出其右的; Dutch: ongeëvenaard; English: beyond compare, incomparable, matchless, peerless, unequalled, unparalleled, unparallelled, unrivaled, unrivalled; Finnish: verraton, vertaansa vailla, ennätyksellinen; French: sans égal, incomparable; Greek: άκρως χαρισματικός, άλλος τέτοιος δεν υπάρχει, αμίμητος, ανεπανάληπτος, άνευ προηγουμένου, ανυπέρβλητος, αξεπέραστος, άπαικτος, άπαιχτος, απαραλλήλιστος, απαράμιλλης αξίας, απαράμιλλος, ασύγκριτος, ασυναγώνιστος, άφθαστος, άφταστος, άψογος, δεν επιδέχεται σύγκριση, δεν έχει όμοιό της, δεν έχει όμοιό του, δεν παίζεται, δεν συγκρίνεται με κανέναν, δεν συγκρίνεται με τίποτα, δεν υπάρχει άλλος σαν κι αυτόν, δεν υπάρχει σύγκριση, ένα και μοναδικό, ένας και μοναδικός, εξαιρετικός, και ο πρώτος, καλύτερος με διαφορά, μακράν καλύτερος, με διαφορά ο καλύτερος, μία και μοναδική, μοναδικός, μοναδικός στο είδος του, πολύ μπροστά, πρωτάκουστος, πρωτοφανής, σαφώς καλύτερος, σκίζει, ύπατος, υπερέχων, χωρίς όμοιό της, χωρίς όμοιό του, χωρίς προηγούμενο, χωρίς ταίρι; Ottoman Turkish: اشسز; Polish: bezprzykładny; Portuguese: ímpar; Russian: беспримерный, бесподобный, беспрецедентный; Sanskrit: अतुल्य; Spanish: sin par, sin parangón, señero; Turkish: eşşiz, benzersiz; Welsh: heb ail