ἐκστροφή: Difference between revisions
Τίμα τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → Metue senectam: quippe comitata advenit → Das Alter achte, denn alleine kommt es nicht
m (Text replacement - "εξάρθρωση; Ancient Greek: ἀνάπλευσις, ἀποπάλησις, διάστρεμμα, διαφορά, διαφορή, ἐκβολή, ἔκκλισις, ἐκπαλεία, [[ἐκ...) |
m (Text replacement - "διαναγκασμός, διασπασμός, διάστρεμμα, διαστροφή, διαφορά, διαφορή, ἔγκλισις, ἐκβολή, ἔκκλισις, ἐκπαλεία...) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 30: | Line 30: | ||
{{trml | {{trml | ||
|trtx====[[dislocation]]=== | |trtx====[[dislocation]]=== | ||
Bulgarian: изкълчване, навяхване; Chinese Mandarin: 脫位/脱位, 脫臼/脱臼; Czech: vykloubení; Finnish: sijoiltaanmeno; French: [[luxation]]; Galician: luxación; German: [[Verrenkung]], [[Luxation]]; Greek: [[ | Bulgarian: изкълчване, навяхване; Chinese Mandarin: 脫位/脱位, 脫臼/脱臼; Czech: vykloubení; Finnish: sijoiltaanmeno; French: [[luxation]]; Galician: luxación; German: [[Verrenkung]], [[Luxation]]; Greek: [[εξάρθρωση]]; Ancient Greek: [[ἀνάπλευσις]], [[ἀποπάλησις]], [[διακίνημα]], [[διάστρεμμα]], [[διαστροφή]], [[διαφορά]], [[διαφορή]], [[ἔγκλισις]], [[ἐκβολή]], [[ἔκκλισις]], [[ἐκπαλεία]], [[ἐκπάλησις]], [[ἐκπόρπισις]], [[ἔκπτωμα]], [[ἔκπτωσις]], [[ἐκστροφή]], [[ἔξαλσις]], [[ἐξάρθρημα]], [[ἐξάρθρησις]], [[ἔξαρθρον]], [[ἐξάρθρωμα]], [[ἐξάρθρωσις]], [[ἐξηρθρηκός]], [[ἔξωσις]], [[ἐπιστροφίς]], [[μετακίνησις]], [[μετάστασις]], [[ὀλίσθημα]], [[ὀλίσθησις]], [[παράρθρημα]], [[παράρθρησις]], [[παρεναλλαγή]], [[προπήδησις]], [[στρέμμα]], [[τὸ ἐξηρθρηκός]], [[χάλασμα]]; Hungarian: ficam, kificamodás, kificamítás; Japanese: 脱臼, 断層; Latin: [[luxus]]; Macedonian: исколчување; Portuguese: [[deslocamento]], [[deslocação]], [[luxação]]; Russian: [[вывих]]; Spanish: [[luxación]], [[dislocación]]; Swedish: urledvridning, dislokation, luxation; Tagalog: pagkapiang | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:39, 14 February 2024
English (LSJ)
ἡ,
A dislocation, τῶν δακτύλων Alciphr.3.54; ἐ. τοῦ σφιγκτῆρος, eversio ani, Hippiatr.41: metaph., τοῦ λόγου Plu.2.1072c.
II transmutation of base metal, Zos.Alch.p.195 B.
III inversion of uterus, Sor.1.73.
IV projection of the eyes, Archig. ap. Orib.46.26.2.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
• Grafía: graf. ἐξτρ- PFam.Teb.38.10 (II d.C.)
I en sent. fís.
1 retorcimiento τῶν δακτύλων Alciphr.3.18.3, fig. τοῦ λόγου Plu.2.1072c.
2 medic. inversión τὴν ὑστέραν ἐπεσπάσαντο ... εἰς ἐκστροφήν tiraron del útero hasta darle la vuelta Sor.2.2.82.
3 medic. protrusión ὀφθαλμῶν ... ἐ. exoftalmia Archig. en Orib.46.27.2
•extracción τῶν αἱμορροΐδων Asclep. en Gal.13.313.
4 vet. pliegue, curva ἐμπλέκονται τῇ ἐκστροφῇ τοῦ σφιγκτῆρος se enroscan unos parásitos en la curva del esfínter, Hippiatr.41.1.
5 alquim. transmutación de un metal, Zos.Alch.195.22.
II fig. robo, sustracción de un bien ajeno ἐπ' ἐξτροφῇ con ánimo de robo, para robarnos, PFam.Teb.l.c., cf. PBerl.Möller 2.17 (I d.C.).
German (Pape)
[Seite 779] ἡ, das Herausdrehen, z. B. τῶν δακτύλων, der Finger aus den Gelenken, Alciphr. 3, 54; τοῦ λόγου, Verdrehung, Plut. adv. Stoic. 27 M.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
renversement, dislocation.
Étymologie: ἐκστρέφω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκστροφή: ἡ извращение (τοῦ λόγου Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκστροφή: ἡ, στροφὴ πρὸς τὰ ἔξω, ἐξάρθρωσις, τῶν δακτύλων Ἀλκίφρων 3. 54· μεταφ., στρέβλωσις, λόγου Πλούτ. 2. 1072C.
Greek Monolingual
η (AM ἐκστροφή)
1. η ενέργεια του εκστρέφω, στροφή προς τα έξω, αναστροφή
2. διαστροφή, στρέβλωση, εξάρθρωση, μετάθεση
3. μεταβολή τών αγενών μετάλλων σε χρυσάφι
4. ιατρ. η προς τα έξω αναστροφή (βλεννογόνου υμένα, μήτρας κ.λπ.)
5. (για μάτια) προεκβολή.
Translations
dislocation
Bulgarian: изкълчване, навяхване; Chinese Mandarin: 脫位/脱位, 脫臼/脱臼; Czech: vykloubení; Finnish: sijoiltaanmeno; French: luxation; Galician: luxación; German: Verrenkung, Luxation; Greek: εξάρθρωση; Ancient Greek: ἀνάπλευσις, ἀποπάλησις, διακίνημα, διάστρεμμα, διαστροφή, διαφορά, διαφορή, ἔγκλισις, ἐκβολή, ἔκκλισις, ἐκπαλεία, ἐκπάλησις, ἐκπόρπισις, ἔκπτωμα, ἔκπτωσις, ἐκστροφή, ἔξαλσις, ἐξάρθρημα, ἐξάρθρησις, ἔξαρθρον, ἐξάρθρωμα, ἐξάρθρωσις, ἐξηρθρηκός, ἔξωσις, ἐπιστροφίς, μετακίνησις, μετάστασις, ὀλίσθημα, ὀλίσθησις, παράρθρημα, παράρθρησις, παρεναλλαγή, προπήδησις, στρέμμα, τὸ ἐξηρθρηκός, χάλασμα; Hungarian: ficam, kificamodás, kificamítás; Japanese: 脱臼, 断層; Latin: luxus; Macedonian: исколчување; Portuguese: deslocamento, deslocação, luxação; Russian: вывих; Spanish: luxación, dislocación; Swedish: urledvridning, dislokation, luxation; Tagalog: pagkapiang