εξαρθρώνω: Difference between revisions

From LSJ

ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.

Source
(12)
 
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM ἐξαρθρῶ, -όω)<br />[[βγάζω]] το [[κόκαλο]] από την [[κλείδωση]], [[λύνω]] την [[άρθρωση]], την [[κλείδωση]], [[στραμπουλίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[αποσυνθέτω]], [[αποδιοργανώνω]], [[ξεχαρβαλώνω]], [[διαλύω]] («[[οικογένεια]] εξαρθρωμένη», «εξαρθρώθηκε [[δίκτυο]] κακοποιών»).
|mltxt=(AM [[ἐξαρθρῶ]], [[ἐξαρθρόω]])<br />[[βγάζω]] το [[κόκαλο]] από την [[κλείδωση]], [[λύνω]] την [[άρθρωση]], την [[κλείδωση]], [[στραμπουλίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[αποσυνθέτω]], [[αποδιοργανώνω]], [[ξεχαρβαλώνω]], [[διαλύω]] («[[οικογένεια]] εξαρθρωμένη», «εξαρθρώθηκε [[δίκτυο]] κακοποιών»).
}}
{{trml
|trtx====[[dislocate]]===
Bulgarian: изкълчвам; Catalan: dislocar, luxar, desconjuntar, desencaixar; Chinese Mandarin: 脫臼/脱臼; Czech: vykloubit; Dutch: [[ontwrichten]]; French: [[disloquer]], [[luxer]], [[déboîter]]; Galician: dislocar; German: [[auskugeln]], [[ausrenken]], [[verrenken]], [[dislozieren]]; Greek: [[εξαρθρώνω]]; Ancient Greek: [[ἀπεξαρθρέω]], [[ἀποστρέφω]], [[διαρθρέω]], [[ἐκβάλλω]], [[ἐκγομφόω]], [[ἐκκλίνω]], [[ἐκκοκκίζω]], [[ἐκμοχλεύω]], [[ἐκστρέφω]], [[ἐξαρθρέω]], [[ἐξαρθρόω]], [[ἐξαρθρῶ]], [[παραρθρέω]], [[στρέφω]]; Hungarian: kificamít; Italian: [[slogare]], [[lussare]]; Japanese: 脫臼する; Kazakh: буынын шығару, мерт қылу, мертіктіру; Latin: [[luxo]]; Polish: zwichnąć; Portuguese: [[deslocar]]; Romanian: disloca; Russian: [[вывихивать]], [[вывихнуть]]; Slovene: izpahniti; Spanish: [[dislocar]]; Tagalog: malinsad
}}
}}

Latest revision as of 11:01, 14 February 2024

Greek Monolingual

(AM ἐξαρθρῶ, ἐξαρθρόω)
βγάζω το κόκαλο από την κλείδωση, λύνω την άρθρωση, την κλείδωση, στραμπουλίζω
νεοελλ.
μτφ. αποσυνθέτω, αποδιοργανώνω, ξεχαρβαλώνω, διαλύωοικογένεια εξαρθρωμένη», «εξαρθρώθηκε δίκτυο κακοποιών»).

Translations

dislocate

Bulgarian: изкълчвам; Catalan: dislocar, luxar, desconjuntar, desencaixar; Chinese Mandarin: 脫臼/脱臼; Czech: vykloubit; Dutch: ontwrichten; French: disloquer, luxer, déboîter; Galician: dislocar; German: auskugeln, ausrenken, verrenken, dislozieren; Greek: εξαρθρώνω; Ancient Greek: ἀπεξαρθρέω, ἀποστρέφω, διαρθρέω, ἐκβάλλω, ἐκγομφόω, ἐκκλίνω, ἐκκοκκίζω, ἐκμοχλεύω, ἐκστρέφω, ἐξαρθρέω, ἐξαρθρόω, ἐξαρθρῶ, παραρθρέω, στρέφω; Hungarian: kificamít; Italian: slogare, lussare; Japanese: 脫臼する; Kazakh: буынын шығару, мерт қылу, мертіктіру; Latin: luxo; Polish: zwichnąć; Portuguese: deslocar; Romanian: disloca; Russian: вывихивать, вывихнуть; Slovene: izpahniti; Spanish: dislocar; Tagalog: malinsad