φθίνασμα: Difference between revisions

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
(1b)
m (Text replacement - " A.''Pers.''" to " A.''Pers.''")
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=φθῐνασμα
|Full diacritics=φθῐ́νασμα
|Medium diacritics=φθίνασμα
|Medium diacritics=φθίνασμα
|Low diacritics=φθίνασμα
|Low diacritics=φθίνασμα
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=fthinasma
|Transliteration C=fthinasma
|Beta Code=fqi/nasma
|Beta Code=fqi/nasma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">declining, sinking</b>, ἡλίου φθινασμάτων <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>232</span> (troch.).</span>
|Definition=-ατος, τό, [[declining]], [[sinking]], ἡλίου φθινασμάτων [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''232 (troch.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1271.png Seite 1271]] τό, 1) das Abnehmen, Schwinden, ἡλίου, das Hinschwinden, Untergehen der Sonne, Aesch. Pers. 228. – 2) Verzehrung, Auszehrung, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1271.png Seite 1271]] τό, 1) das Abnehmen, Schwinden, ἡλίου, das Hinschwinden, Untergehen der Sonne, Aesch. Pers. 228. – 2) Verzehrung, Auszehrung, Sp.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />déclin <i>ou</i> décours d'un astre.<br />'''Étymologie:''' [[φθίνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''φθίνασμα:''' ατος (ῐ) τό [[φθίνω]] исчезновение, закат: ἡλίου φθινάσματα Aesch. закат солнца.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φθίνασμα''': [ῐ], τό, [[ὥσπερ]] ἐκ ῥήματ. φθινάζω, [[δύσις]], ἡλίου φθινάσμασιν (ὡς ὁ Δινδ. ἀναγινώσκει ἐκ τοῦ Ἡσυχ.), Αἰσχύλου Πέρσ. 232.
|lstext='''φθίνασμα''': [ῐ], τό, [[ὥσπερ]] ἐκ ῥήματ. φθινάζω, [[δύσις]], ἡλίου φθινάσμασιν (ὡς ὁ Δινδ. ἀναγινώσκει ἐκ τοῦ Ἡσυχ.), Αἰσχύλου Πέρσ. 232.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />déclin <i>ou</i> décours d’un astre.<br />'''Étymologie:''' [[φθίνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-άσματος, τὸ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[ελάττωση]]<br /><b>2.</b> [[εξαφάνιση]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[φθίνασμα]] ἡλίου»<br />(στην [[ποίηση]]) η [[δύση]] του ηλίου (<b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φθῐν</i>- του ρ. [[φθίνω]], [[κατά]] τα ουδ. σε -<i>ασμα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἁγί</i>-<i>ασμα</i>, <i>χόρτ</i>-<i>ασμα</i>)].
|mltxt=-άσματος, τὸ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[ελάττωση]]<br /><b>2.</b> [[εξαφάνιση]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[φθίνασμα]] ἡλίου»<br />(στην [[ποίηση]]) η [[δύση]] του ηλίου (<b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φθῐν</i>- του ρ. [[φθίνω]], [[κατά]] τα ουδ. σε -<i>ασμα</i> (<b>πρβλ.</b> [[ἁγίασμα]], [[χόρτασμα]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φθίνασμα:''' [ῐ], -ατος, τό, όπως από το <i>φθινάζω</i>, [[κατάπτωση]], [[βούλιαγμα]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''φθίνασμα:''' [ῐ], -ατος, τό, όπως από το <i>φθινάζω</i>, [[κατάπτωση]], [[βούλιαγμα]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''φθίνασμα:''' ατος (ῐ) τό [[φθίνω]] исчезновение, закат: ἡλίου φθινάσματα Aesch. закат солнца.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φθί˘νασμα, ατος, τό,<br />as if from φθινάζω, a declining, sinking, Aesch.
|mdlsjtxt=φθῐ́νασμα, ατος, τό,<br />as if from φθινάζω, a declining, sinking, Aesch.
}}
}}

Latest revision as of 10:42, 17 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φθῐ́νασμα Medium diacritics: φθίνασμα Low diacritics: φθίνασμα Capitals: ΦΘΙΝΑΣΜΑ
Transliteration A: phthínasma Transliteration B: phthinasma Transliteration C: fthinasma Beta Code: fqi/nasma

English (LSJ)

-ατος, τό, declining, sinking, ἡλίου φθινασμάτων A.Pers.232 (troch.).

German (Pape)

[Seite 1271] τό, 1) das Abnehmen, Schwinden, ἡλίου, das Hinschwinden, Untergehen der Sonne, Aesch. Pers. 228. – 2) Verzehrung, Auszehrung, Sp.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
déclin ou décours d'un astre.
Étymologie: φθίνω.

Russian (Dvoretsky)

φθίνασμα: ατος (ῐ) τό φθίνω исчезновение, закат: ἡλίου φθινάσματα Aesch. закат солнца.

Greek (Liddell-Scott)

φθίνασμα: [ῐ], τό, ὥσπερ ἐκ ῥήματ. φθινάζω, δύσις, ἡλίου φθινάσμασιν (ὡς ὁ Δινδ. ἀναγινώσκει ἐκ τοῦ Ἡσυχ.), Αἰσχύλου Πέρσ. 232.

Greek Monolingual

-άσματος, τὸ, Α
(ποιητ. τ.)
1. ελάττωση
2. εξαφάνιση
3. φρ. «φθίνασμα ἡλίου»
(στην ποίηση) η δύση του ηλίου (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθῐν- του ρ. φθίνω, κατά τα ουδ. σε -ασμα (πρβλ. ἁγίασμα, χόρτασμα)].

Greek Monotonic

φθίνασμα: [ῐ], -ατος, τό, όπως από το φθινάζω, κατάπτωση, βούλιαγμα, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

φθῐ́νασμα, ατος, τό,
as if from φθινάζω, a declining, sinking, Aesch.