μυλακρίς: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μυλακρίς]] και [[μυλαβρίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] σκαθαριού που ζει σε μύλους και κλιβάνους<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[μυλακρὶς]] λᾱας» — [[μυλόπετρα]], [[μυλίτης]] [[λίθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύλακρος]] «[[μυλόπετρα]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] <i>ίς</i>, -[[ίδος]] ([[πρβλ]]. [[αμπελίς]], [[μηλίς]]). Η λ. [[επίσης]] έχει συνδεθεί με τη λ. [[ακρίς]] και έχει θεωρηθεί [[είδος]] ακρίδας. Παραδίδεται, [[τέλος]], και ο τ. [[μυλαβρίς]], πιθ. κατ' [[επίδραση]] του επιθ. [[αβρός]]].
|mltxt=[[μυλακρίς]] και [[μυλαβρίς]], -ίδος, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] σκαθαριού που ζει σε μύλους και κλιβάνους<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[μυλακρὶς]] λᾱας» — [[μυλόπετρα]], [[μυλίτης]] [[λίθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύλακρος]] «[[μυλόπετρα]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] <i>ίς</i>, -ίδος ([[πρβλ]]. [[αμπελίς]], [[μηλίς]]). Η λ. [[επίσης]] έχει συνδεθεί με τη λ. [[ακρίς]] και έχει θεωρηθεί [[είδος]] ακρίδας. Παραδίδεται, [[τέλος]], και ο τ. [[μυλαβρίς]], πιθ. κατ' [[επίδραση]] του επιθ. [[αβρός]]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μῠλακρίς:''' ίδος ἡ [[хлебный жучок]] Arph.
|elrutext='''μῠλακρίς:''' ίδος ἡ [[хлебный жучок]] Arph.
}}
}}

Latest revision as of 14:10, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυλακρίς Medium diacritics: μυλακρίς Low diacritics: μυλακρίς Capitals: ΜΥΛΑΚΡΙΣ
Transliteration A: mylakrís Transliteration B: mylakris Transliteration C: mylakris Beta Code: mulakri/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, cockroach found in mills and bakehouses, Ar. Fr. 583; — written μυλαβρίς in Pl.Com. 73 (ap. Phot.); both forms in Poll. 7.180.

German (Pape)

[Seite 217] ίδος, ἡ, = μυλαβρίς, Hesych.; auch die Müllerinn, Poll. 7, 180; – μυλακρὶς λᾶας, Mühlstein, Alex. Aet. 5, 31.

French (Bailly abrégé)

ίδος
1 adj. f. qui sert à moudre;
2 (ἡ) blatte insecte qui ronge la farine.
Étymologie: μύλη, ἀκρίς.

Greek Monolingual

μυλακρίς και μυλαβρίς, -ίδος, ἡ (Α)
1. είδος σκαθαριού που ζει σε μύλους και κλιβάνους
2. φρ. «μυλακρὶς λᾱας» — μυλόπετρα, μυλίτης λίθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλακρος «μυλόπετρα» + επίθημα ίς, -ίδος (πρβλ. αμπελίς, μηλίς). Η λ. επίσης έχει συνδεθεί με τη λ. ακρίς και έχει θεωρηθεί είδος ακρίδας. Παραδίδεται, τέλος, και ο τ. μυλαβρίς, πιθ. κατ' επίδραση του επιθ. αβρός].

Russian (Dvoretsky)

μῠλακρίς: ίδος ἡ хлебный жучок Arph.