σαρωνίς: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly

Source
(6_12)
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=saronis
|Transliteration C=saronis
|Beta Code=sarwni/s
|Beta Code=sarwni/s
|Definition=ίδος, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">an old hollow oak</b>, <span class="bibl">Call.<span class="title">Jov.</span>22</span>, Poet. ap. <span class="bibl">Parth.11.4</span>, <span class="title">Eleg.Alex.Adesp.</span>1.10; Hsch. cites also σορωνίς· <b class="b3">ἐλάτη παλαιά</b>.</span>
|Definition=-ίδος, ἡ, [[an old hollow oak]], Call.''Jov.''22, Poet. ap. Parth.11.4, ''Eleg.Alex.Adesp.''1.10; [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] cites also σορωνίς· <b class="b3">ἐλάτη παλαιά</b>.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σᾰρωνίς''': -ίδος, ἡ, παλαιὰ [[δρῦς]] [[ἔσωθεν]] [[κοίλη]], Καλλ. εἰς Δία 22, Νικαίν. παρὰ Παρθεν. 11. 2, «σαρωνίδες· πέτραι, ἢ διὰ παλαιότητα κεχηνυῖαι δρύες» Ἡσύχ., Ἐτυμολ. Μέγ.· ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει καὶ σορωνίς. «[[ἐλάτη]] παλαιά».
|lstext='''σᾰρωνίς''': -ίδος, ἡ, παλαιὰ [[δρῦς]] [[ἔσωθεν]] [[κοίλη]], Καλλ. εἰς Δία 22, Νικαίν. παρὰ Παρθεν. 11. 2, «σαρωνίδες· πέτραι, ἢ διὰ παλαιότητα κεχηνυῖαι δρύες» Ἡσύχ., Ἐτυμολ. Μέγ.· ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει καὶ σορωνίς. «[[ἐλάτη]] παλαιά».
}}
{{grml
|mltxt=και [[σορωνίς]], -ίδος, ἡ, Α<br /><b>1.</b> πολύχρονη [[δρυς]] με εσωτερικό [[κοίλωμα]], με [[κουφάλα]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «σαρωνίδες πέτραι ἢ διὰ [[παλαιότητα]] κεχηνυῖαι δρύες».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Απίθανη φαίνεται η [[σύνδεση]] της λ. με τον τ. που παραδίδει ο Ησύχιος «<i>σαρῶνες</i><br /><i>τὰ τῶν θηρατῶν λινά</i>» (πιθ. παρεφθαρμένος τ. του <i>σαρδόνες</i> «[[σχοινί]] κυνηγετικό»). Πιθανότερη φαίνεται η [[σύνδεση]] της λ. με το ρ. [[σαίρω]] (Ι) «[[χάσκω]]» (<b>πρβλ.</b> [[σάρων]])].
}}
{{etym
|etymtx=-ίδος<br />Grammatical information: f.<br />Meaning: [[old hollow oak]] (Call. Jov. 22 a. o., H.), also with <b class="b3">-ο-</b> (vowelharmony?; Schulze Kl. Schr. 661 f.) <b class="b3">σορωνίς ἐλάτη παλαιά</b> H.; cf. <b class="b3">δρυμὸς Σόρων</b> (Paus. 8, 23, 8).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: After Strömberg Wortstud. 29 from <b class="b3">σαρῶνες τὰ τῶν θηρατῶν λίνα</b> H., which is in spite of the parallels adduced hardly convincing. -- The variation points to a Pre-Greek word.
}}
{{FriskDe
|ftr='''σαρωνίς''': -ίδος<br />{sarōnís}<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[alte hohle Eiche]] (Kall. ''Jov''. 22 u. a., H.), auch mit -ο- (Vokalharmonie?; Schulze Kl. Schr. 661 f.) [[σορωνίς]]· [[ἐλάτη]] παλαιά H.; dazu δρυμὸς Σόρων (Paus. 8, 23, 8).<br />'''Etymology''': Nach Strömberg Wortstud. 29 aus σαρῶνες· τὰ [[τῶν]] θηρατῶν λίνα H., was trotz den dort angeführten Parallelen kaum überzeugt.<br />'''Page''' 2,680
}}
}}

Latest revision as of 14:17, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σᾰρωνίς Medium diacritics: σαρωνίς Low diacritics: σαρωνίς Capitals: ΣΑΡΩΝΙΣ
Transliteration A: sarōnís Transliteration B: sarōnis Transliteration C: saronis Beta Code: sarwni/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, an old hollow oak, Call.Jov.22, Poet. ap. Parth.11.4, Eleg.Alex.Adesp.1.10; Hsch. cites also σορωνίς· ἐλάτη παλαιά.

German (Pape)

[Seite 864] ίδος, ἡ, alte hohle od. faule Eiche; Callim. Iov. 22; Parthen. 11; Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

σᾰρωνίς: -ίδος, ἡ, παλαιὰ δρῦς ἔσωθεν κοίλη, Καλλ. εἰς Δία 22, Νικαίν. παρὰ Παρθεν. 11. 2, «σαρωνίδες· πέτραι, ἢ διὰ παλαιότητα κεχηνυῖαι δρύες» Ἡσύχ., Ἐτυμολ. Μέγ.· ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει καὶ σορωνίς. «ἐλάτη παλαιά».

Greek Monolingual

και σορωνίς, -ίδος, ἡ, Α
1. πολύχρονη δρυς με εσωτερικό κοίλωμα, με κουφάλα
2. (κατά τον Ησύχ.) «σαρωνίδες πέτραι ἢ διὰ παλαιότητα κεχηνυῖαι δρύες».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Απίθανη φαίνεται η σύνδεση της λ. με τον τ. που παραδίδει ο Ησύχιος «σαρῶνες
τὰ τῶν θηρατῶν λινά» (πιθ. παρεφθαρμένος τ. του σαρδόνες «σχοινί κυνηγετικό»). Πιθανότερη φαίνεται η σύνδεση της λ. με το ρ. σαίρω (Ι) «χάσκω» (πρβλ. σάρων)].

Frisk Etymological English

-ίδος
Grammatical information: f.
Meaning: old hollow oak (Call. Jov. 22 a. o., H.), also with -ο- (vowelharmony?; Schulze Kl. Schr. 661 f.) σορωνίς ἐλάτη παλαιά H.; cf. δρυμὸς Σόρων (Paus. 8, 23, 8).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: After Strömberg Wortstud. 29 from σαρῶνες τὰ τῶν θηρατῶν λίνα H., which is in spite of the parallels adduced hardly convincing. -- The variation points to a Pre-Greek word.

Frisk Etymology German

σαρωνίς: -ίδος
{sarōnís}
Grammar: f.
Meaning: alte hohle Eiche (Kall. Jov. 22 u. a., H.), auch mit -ο- (Vokalharmonie?; Schulze Kl. Schr. 661 f.) σορωνίς· ἐλάτη παλαιά H.; dazu δρυμὸς Σόρων (Paus. 8, 23, 8).
Etymology: Nach Strömberg Wortstud. 29 aus σαρῶνες· τὰ τῶν θηρατῶν λίνα H., was trotz den dort angeführten Parallelen kaum überzeugt.
Page 2,680