ζε: Difference between revisions

From LSJ

τῶν οἰκιῶν ὑμῶν ἐμπιπραμένων αὐτοὶ ᾄδετε → your homes are on fire and all you can do is sing

Source
(4)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ze
|Transliteration C=ze
|Beta Code=ze
|Beta Code=ze
|Definition=inseparable Suffix, denoting <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">motion towards</b>:—prop. representing <b class="b3">-σδε</b>, as in <b class="b3">Ἀθήναζε, Θήβαζε, θύραζε</b> for <b class="b3">Ἀθήνασδε, Θήβασδε, θύρασδε</b>: but sts. found with sg. Nouns, as <b class="b3">ἔραζε, χαμᾶζε, Ὀλυμπίαζε, Μουνυχίαζε</b>, cf. <span class="bibl">A.D.<span class="title">Adv.</span>194.18</span>.</span>
|Definition=inseparable Suffix, denoting [[motion towards]]:—prop. representing -σδε, as in [[Ἀθήναζε]], [[Θήβαζε]], [[θύραζε]] for [[Ἀθήνασδε]], [[Θήβασδε]], [[θύρασδε]]: but sometimes found with sg. Nouns, as <b class="b3">ἔραζε, χαμᾶζε, Ὀλυμπίαζε, Μουνυχίαζε</b>, cf. A.D.''Adv.''194.18.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''ζε''': ἀχώριστον [[μόριον]] σημαῖνον κίνησιν εἰς τόπον [[κυρίως]] παριστᾷ τὸ -σδε, ὡς Ἀθήναζε, Θήβαζε, [[θύραζε]], ἀντὶ Ἀθήνασδε, Θήβασδε, θύρασδε - ἀλλ’ εὕρηται [[ἐνίοτε]] μετ’ ὀνομάτων ἑνικοῦ ἀριθμοῦ, ὡς Ὀλυμπίαζε, Μουνιχίαζε.
|elnltext=-ζε [-ασ-δε > -αζε] suffix van richting naar, vanaf Homerus alg., zoals in Ἀθήναζε, Ὀλυμπίαζε, χαμᾶζε.
}}
{{elru
|elrutext='''ζε:''' [из -σ-δε] суффикс, означающий направление по направлению к, в: Ἀθήνα-ζε в Афины; [[θύρα]]-ζε в дверь, наружу.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ζε:''' αχώριστο [[μόριο]], που δηλώνει [[κίνηση]] προς [[τόπο]]· [[κυρίως]] παριστά τον τύπο <i>-σδε</i>, όπως στα [[Ἀθήναζε]], [[θύραζε]] αντί <i>Ἀθήνασδε</i>, <i>θύρασδε</i>· μερικές φορές όμως απαντά με ονόματα που βρίσκονται στον ενικό αριθμό, όπως τα [[Ὀλυμπίαζε]], [[Μουνιχίαζε]].
|lsmtext='''ζε:''' αχώριστο [[μόριο]], που δηλώνει [[κίνηση]] προς [[τόπο]]· [[κυρίως]] παριστά τον τύπο <i>-σδε</i>, όπως στα [[Ἀθήναζε]], [[θύραζε]] αντί <i>Ἀθήνασδε</i>, <i>θύρασδε</i>· μερικές φορές όμως απαντά με ονόματα που βρίσκονται στον ενικό αριθμό, όπως τα [[Ὀλυμπίαζε]], [[Μουνιχίαζε]].
}}
{{ls
|lstext='''ζε''': ἀχώριστον [[μόριον]] σημαῖνον κίνησιν εἰς τόπον· [[κυρίως]] παριστᾷ τὸ -σδε, ὡς Ἀθήναζε, Θήβαζε, [[θύραζε]], ἀντὶ Ἀθήνασδε, Θήβασδε, θύρασδε· - ἀλλ’ εὕρηται [[ἐνίοτε]] μετ’ ὀνομάτων ἑνικοῦ ἀριθμοῦ, ὡς Ὀλυμπίαζε, Μουνιχίαζε.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[inseparable]] Suffix, denoting [[motion]] [[towards]]:— [[properly]] it represents -σδε, as in [[Ἀθήναζε]], [[θύραζε]] for Ἀθήνασδε, θύρασδε:—but [[sometimes]] [[found]] with sg. Nouns, as [[Ὀλυμπίαζε]], [[Μουνυχίαζε]].
}}
}}

Latest revision as of 11:15, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζε Medium diacritics: ζε Low diacritics: ζε Capitals: ΖΕ
Transliteration A: ze Transliteration B: ze Transliteration C: ze Beta Code: ze

English (LSJ)

inseparable Suffix, denoting motion towards:—prop. representing -σδε, as in Ἀθήναζε, Θήβαζε, θύραζε for Ἀθήνασδε, Θήβασδε, θύρασδε: but sometimes found with sg. Nouns, as ἔραζε, χαμᾶζε, Ὀλυμπίαζε, Μουνυχίαζε, cf. A.D.Adv.194.18.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

-ζε [-ασ-δε > -αζε] suffix van richting naar, vanaf Homerus alg., zoals in Ἀθήναζε, Ὀλυμπίαζε, χαμᾶζε.

Russian (Dvoretsky)

ζε: [из -σ-δε] суффикс, означающий направление по направлению к, в: Ἀθήνα-ζε в Афины; θύρα-ζε в дверь, наружу.

Greek Monotonic

ζε: αχώριστο μόριο, που δηλώνει κίνηση προς τόπο· κυρίως παριστά τον τύπο -σδε, όπως στα Ἀθήναζε, θύραζε αντί Ἀθήνασδε, θύρασδε· μερικές φορές όμως απαντά με ονόματα που βρίσκονται στον ενικό αριθμό, όπως τα Ὀλυμπίαζε, Μουνιχίαζε.

Greek (Liddell-Scott)

ζε: ἀχώριστον μόριον σημαῖνον κίνησιν εἰς τόπον· κυρίως παριστᾷ τὸ -σδε, ὡς Ἀθήναζε, Θήβαζε, θύραζε, ἀντὶ Ἀθήνασδε, Θήβασδε, θύρασδε· - ἀλλ’ εὕρηται ἐνίοτε μετ’ ὀνομάτων ἑνικοῦ ἀριθμοῦ, ὡς Ὀλυμπίαζε, Μουνιχίαζε.

Middle Liddell

inseparable Suffix, denoting motion towards:— properly it represents -σδε, as in Ἀθήναζε, θύραζε for Ἀθήνασδε, θύρασδε:—but sometimes found with sg. Nouns, as Ὀλυμπίαζε, Μουνυχίαζε.