προσανάβασις: Difference between revisions

From LSJ

ἠ πρὸς Τιμόθεον α' ἐπιστολή· Τιμοθέῳ ἑταίρῳ Παῦλος διελέξατο ταῦτα → First epistle to Timothy: Paul discussed these things with his colleague Timothy

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prosanavasis
|Transliteration C=prosanavasis
|Beta Code=prosana/basis
|Beta Code=prosana/basis
|Definition=poet. προσάμβ-, εως, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[going up]], [[ascent]], <span class="bibl">LXX<span class="title">Jo.</span>15.3</span>, Bacch. ap. <span class="bibl">Apollon.Cit.1</span> (pl.); <b class="b3">κλίμακος προσαμβάσεις</b> a ladder's [[means of ascent]], <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>466</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span>1173</span>; <b class="b3">πηκτῶν κλιμάκων π</b>. ib.<span class="bibl">489</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ba.</span>1213</span>; <b class="b3">τειχέων π</b>. [[place where]] they [[may be approached]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Ph.</span>744</span>; <b class="b3">δωμάτων π</b>. [[steps leading]] to the house, <span class="bibl">Id.<span class="title">IT</span>97</span>.</span>
|Definition=poet. [[προσάμβασις]], εως, ἡ, [[going up]], [[ascent]], [[LXX]] ''Jo.''15.3, Bacch. ap. Apollon.Cit.1 (pl.); <b class="b3">κλίμακος προσαμβάσεις</b> a [[ladder]]'s [[means]] of [[ascent]], A.''Th.''466, E.''Ph.''1173; πηκτῶν κλιμάκων προσαμβάσεις ib.489, ''Ba.''1213; τειχέων προσανάβασις = [[place]] [[where]] the walls [[may]] be [[approach]]ed, Id.''Ph.''744; <b class="b3">δωμάτων προσανάβασις</b> [[step]]s [[leading]] to the [[house]], Id.''IT''97.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0748.png Seite 748]] ἡ, das dazu Hinauf- od. Emporsteigen, vgl. [[προσάμβασις]]; πηκτῶν κλιμάκων προσαμβάσεις, Eur. Phoen. 492, vgl. 751; auch in späterer Prosa.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0748.png Seite 748]] ἡ, das dazu Hinauf- od. Emporsteigen, vgl. [[προσάμβασις]]; πηκτῶν κλιμάκων προσαμβάσεις, Eur. Phoen. 492, vgl. 751; auch in späterer Prosa.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''προσανάβᾰσις''': ποιητ. προσάμβ-, ἡ· ― [[ἀνάβασις]], [[ἄνοδος]], Ἑβδ. (Ἰωσ. ΙΕ΄, 3)· ― κλίμακος προσαμβάσεις, [[ἀνάβασις]] διὰ κλίμακος ἢ αἱ βαθμίδες κλίμακος, κλῖμαξ πολιορκητική, Αἰσχύλ. Θήβ. 466, Εὐρ. Φοίν. 1173· κλιμάκων πρ. [[αὐτόθι]] 489, Βάκχ. 1213· τειχέων πρ., [[τόπος]] [[ἔνθα]] δύνανται νὰ προσβληθῶσι τὰ τείχη, [[μέρος]] ἀδύνατον, ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 744· δωμάτων πρ., δηλ. αἱ βαθμίδες αἱ ἄγουσαι πρὸς τὴν οἰκίαν, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 97· πρβλ. [[πρόσβασις]].
|btext=εως (ἡ) :<br />ascension ; <i>au pl.</i> κλίμακος προσαμβάσεις <i>poét.</i> ESCHL degrés d'une échelle.<br />'''Étymologie:''' [[προσαναβαίνω]].
}}
{{elnl
|elnltext=προσανάβασις -εως, , poët. προσάμβασις [προσαναβαίνω] beklimming:. ἀμύνειν τειχέων προσαμβάσεις beklimming van de muren tegenhouden Eur. Phoen. 744. trede, sport:; κλίμακος προσαμβάσεις sporten van een ladder Aeschl. Sept. 466; πότερα κλιμάκων προσαμβάσεις ἐμβησόμεσθα; zullen wij de sporten van de ladders beklimmen? Eur. IT 97; ook. κλιμάκων προσαμβάσεις ladder Eur. Phoen. 489.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=εως () :<br />ascension ; <i>au pl.</i> κλίμακος προσαμβάσεις <i>poét.</i> ESCHL degrés d’une échelle.<br />'''Étymologie:''' [[προσαναβαίνω]].
|elrutext='''προσανάβᾰσις:''' Trag. [[προσάμβασις]], εως ἡ<br /><b class="num">1</b> восхождение, подъем, т. е. штурм (τειχέων Eur.);<br /><b class="num">2</b> ступень(ка) (κλιμάκων προσαμβάσεις Eur.): δωμάτων προσαμβάσεις Eur. лестница здания.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσανάβᾰσις:''' ποιητ. προσ-άμβ-, ἡ, ανοδική [[πορεία]], [[άνοδος]], [[ανάβαση]], <i>κλίμακος προσαμβάσεις</i>, [[άνοδος]] με [[σκάλα]], δηλ. πολιορκητική [[σκάλα]], [[ανεμόσκαλα]], σε Αισχύλ., Ευρ.· [[προσανάβασις]], σε Ευρ.· τειχέων [[προσανάβασις]], [[σημείο]] όπου μπορούν να προσεγγιστούν τα τείχη, δωμάτων [[προσανάβασις]], δηλ. οι σκάλες που οδηγούν στο [[σπίτι]], στον ίδ.
|lsmtext='''προσανάβᾰσις:''' ποιητ. προσ-άμβ-, ἡ, ανοδική [[πορεία]], [[άνοδος]], [[ανάβαση]], <i>κλίμακος προσαμβάσεις</i>, [[άνοδος]] με [[σκάλα]], δηλ. πολιορκητική [[σκάλα]], [[ανεμόσκαλα]], σε Αισχύλ., Ευρ.· [[προσανάβασις]], σε Ευρ.· τειχέων [[προσανάβασις]], [[σημείο]] όπου μπορούν να προσεγγιστούν τα τείχη, δωμάτων [[προσανάβασις]], δηλ. οι σκάλες που οδηγούν στο [[σπίτι]], στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προσανάβᾰσις:''' Trag. [[προσάμβασις]], εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> восхождение, подъем, т. е. штурм (τειχέων Eur.);<br /><b class="num">2)</b> ступень(ка) (κλιμάκων προσαμβάσεις Eur.): δωμάτων προσαμβάσεις Eur. лестница здания.
|lstext='''προσανάβᾰσις''': ποιητ. προσάμβ-, ἡ· ― [[ἀνάβασις]], [[ἄνοδος]], Ἑβδ. (Ἰωσ. ΙΕ΄, 3)· ― κλίμακος προσαμβάσεις, [[ἀνάβασις]] διὰ κλίμακος ἢ αἱ βαθμίδες κλίμακος, κλῖμαξ πολιορκητική, Αἰσχύλ. Θήβ. 466, Εὐρ. Φοίν. 1173· κλιμάκων πρ. [[αὐτόθι]] 489, Βάκχ. 1213· τειχέων πρ., [[τόπος]] [[ἔνθα]] δύνανται νὰ προσβληθῶσι τὰ τείχη, [[μέρος]] ἀδύνατον, ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 744· δωμάτων πρ., δηλ. αἱ βαθμίδες αἱ ἄγουσαι πρὸς τὴν οἰκίαν, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 97· πρβλ. [[πρόσβασις]].
}}
{{elnl
|elnltext=προσανάβασις -εως, , poët. προσάμβασις [προσαναβαίνω] beklimming:. ἀμύνειν τειχέων προσαμβάσεις beklimming van de muren tegenhouden Eur. Phoen. 744. trede, sport:; κλίμακος προσαμβάσεις sporten van een ladder Aeschl. Sept. 466; πότερα κλιμάκων προσαμβάσεις ἐμβησόμεσθα; zullen wij de sporten van de ladders beklimmen? Eur. IT 97; ook. κλιμάκων προσαμβάσεις ladder Eur. Phoen. 489.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />a [[going]] up, [[ascent]], κλίμακος προσαμβάσεις [[ascent]] by [[means]] of ladders, i. e. [[scaling]] ladders, Aesch., Eur.; πρ. Eur.; τειχέων πρ. a [[place]] [[where]] they may be approached, Eur.; δωμάτων πρ. i. e. the steps [[leading]] to the [[house]], Eur.
|mdlsjtxt=a [[going]] up, [[ascent]], κλίμακος προσαμβάσεις [[ascent]] by [[means]] of ladders, i. e. [[scaling]] ladders, Aesch., Eur.; πρ. Eur.; τειχέων πρ. a [[place]] [[where]] they may be approached, Eur.; δωμάτων πρ. i. e. the steps [[leading]] to the [[house]], Eur.
}}
}}

Latest revision as of 11:20, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσανάβᾰσις Medium diacritics: προσανάβασις Low diacritics: προσανάβασις Capitals: ΠΡΟΣΑΝΑΒΑΣΙΣ
Transliteration A: prosanábasis Transliteration B: prosanabasis Transliteration C: prosanavasis Beta Code: prosana/basis

English (LSJ)

poet. προσάμβασις, εως, ἡ, going up, ascent, LXX Jo.15.3, Bacch. ap. Apollon.Cit.1 (pl.); κλίμακος προσαμβάσεις a ladder's means of ascent, A.Th.466, E.Ph.1173; πηκτῶν κλιμάκων προσαμβάσεις ib.489, Ba.1213; τειχέων προσανάβασις = place where the walls may be approached, Id.Ph.744; δωμάτων προσανάβασις steps leading to the house, Id.IT97.

German (Pape)

[Seite 748] ἡ, das dazu Hinauf- od. Emporsteigen, vgl. προσάμβασις; πηκτῶν κλιμάκων προσαμβάσεις, Eur. Phoen. 492, vgl. 751; auch in späterer Prosa.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
ascension ; au pl. κλίμακος προσαμβάσεις poét. ESCHL degrés d'une échelle.
Étymologie: προσαναβαίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσανάβασις -εως, ἡ, poët. προσάμβασις [προσαναβαίνω] beklimming:. ἀμύνειν τειχέων προσαμβάσεις beklimming van de muren tegenhouden Eur. Phoen. 744. trede, sport:; κλίμακος προσαμβάσεις sporten van een ladder Aeschl. Sept. 466; πότερα κλιμάκων προσαμβάσεις ἐμβησόμεσθα; zullen wij de sporten van de ladders beklimmen? Eur. IT 97; ook. κλιμάκων προσαμβάσεις ladder Eur. Phoen. 489.

Russian (Dvoretsky)

προσανάβᾰσις: Trag. προσάμβασις, εως ἡ
1 восхождение, подъем, т. е. штурм (τειχέων Eur.);
2 ступень(ка) (κλιμάκων προσαμβάσεις Eur.): δωμάτων προσαμβάσεις Eur. лестница здания.

Greek Monotonic

προσανάβᾰσις: ποιητ. προσ-άμβ-, ἡ, ανοδική πορεία, άνοδος, ανάβαση, κλίμακος προσαμβάσεις, άνοδος με σκάλα, δηλ. πολιορκητική σκάλα, ανεμόσκαλα, σε Αισχύλ., Ευρ.· προσανάβασις, σε Ευρ.· τειχέων προσανάβασις, σημείο όπου μπορούν να προσεγγιστούν τα τείχη, δωμάτων προσανάβασις, δηλ. οι σκάλες που οδηγούν στο σπίτι, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

προσανάβᾰσις: ποιητ. προσάμβ-, ἡ· ― ἀνάβασις, ἄνοδος, Ἑβδ. (Ἰωσ. ΙΕ΄, 3)· ― κλίμακος προσαμβάσεις, ἀνάβασις διὰ κλίμακος ἢ αἱ βαθμίδες κλίμακος, κλῖμαξ πολιορκητική, Αἰσχύλ. Θήβ. 466, Εὐρ. Φοίν. 1173· κλιμάκων πρ. αὐτόθι 489, Βάκχ. 1213· τειχέων πρ., τόπος ἔνθα δύνανται νὰ προσβληθῶσι τὰ τείχη, μέρος ἀδύνατον, ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 744· δωμάτων πρ., δηλ. αἱ βαθμίδες αἱ ἄγουσαι πρὸς τὴν οἰκίαν, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 97· πρβλ. πρόσβασις.

Middle Liddell

a going up, ascent, κλίμακος προσαμβάσεις ascent by means of ladders, i. e. scaling ladders, Aesch., Eur.; πρ. Eur.; τειχέων πρ. a place where they may be approached, Eur.; δωμάτων πρ. i. e. the steps leading to the house, Eur.