προσεδαφίζω: Difference between revisions

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prosedafizo
|Transliteration C=prosedafizo
|Beta Code=prosedafi/zw
|Beta Code=prosedafi/zw
|Definition=<b class="b3">ὄφεων πλεκτάναισι περίδρομον κύτος προσηδάφισται</b> the shield is [[made fast]] or [[solid]] all round with wreathed snakes, <span class="bibl">A. <span class="title">Th.</span>496</span>.
|Definition=<b class="b3">ὄφεων πλεκτάναισι περίδρομον κύτος προσηδάφισται</b> the shield is [[made fast]] or [[solid]] all round with wreathed snakes, A. ''Th.''496.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=fixer solidement.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἔδαφος]].
|btext=[[fixer solidement]].<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἔδαφος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προσεδᾰφίζω''': [[καταρρίπτω]] ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, [[λαῖλαψ]] πρόρριζον ἀνασπάσασα τῇ γῇ προσεδαφίζει Ἀνώνυμ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 3. σ. 661. ΙΙ. ἐν Αἰσχύλ. Θήβ. 496, ὄφεων πλεκτάναισι περίδρομον [[κύτος]] προσηδάφισται, τὸ στρογγύλον τοῦ κύκλου τῆς ἀσπίδος πέπλεκται πλεκτάναις ὄφεων, [[ἤτοι]] ἡ ἀσπὶς ἔχει ἐζωγραφημένους κύκλῳ ὄφεις περιπεπλεγμένους, ἴδε Σχολιαστ. ἐν τόπῳ.
|elnltext=προσ-εδαφίζω een bodemlaag aanbrengen op, met acc.; perf. pass.. ὄφεων δὲ πλεκτάναισι περίδρομον κύτος προσηδάφισται het holle schild is rondom van een laag kronkelende slangen voorzien Aeschl. Sept. 496.
}}
{{elru
|elrutext='''προσεδᾰφίζω:''' [[прикреплять]], [[укреплять]]: ὄφεων πλεκτάναισι περίδρομον [[κύτος]] προσηδάφισται Aesch. обод щита укреплен перевитыми змеями.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''προσεδᾰφίζω:''' [[μπήγω]], [[ρίχνω]] στο [[έδαφος]] — Παθ., παρακ., <i>κύτοςπροσηδάφισται</i>, η [[ασπίδα]] είναι στέρεα κατασκευασμένη, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''προσεδᾰφίζω:''' [[μπήγω]], [[ρίχνω]] στο [[έδαφος]] — Παθ., παρακ., <i>κύτοςπροσηδάφισται</i>, η [[ασπίδα]] είναι στέρεα κατασκευασμένη, σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προσεδᾰφίζω:''' [[прикреплять]], [[укреплять]]: ὄφεων πλεκτάναισι περίδρομον [[κύτος]] προσηδάφισται Aesch. обод щита укреплен перевитыми змеями.
|lstext='''προσεδᾰφίζω''': [[καταρρίπτω]] ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, [[λαῖλαψ]] πρόρριζον ἀνασπάσασα τῇ γῇ προσεδαφίζει Ἀνώνυμ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 3. σ. 661. ΙΙ. ἐν Αἰσχύλ. Θήβ. 496, ὄφεων πλεκτάναισι περίδρομον [[κύτος]] προσηδάφισται, τὸ στρογγύλον τοῦ κύκλου τῆς ἀσπίδος πέπλεκται πλεκτάναις ὄφεων, [[ἤτοι]] ἡ ἀσπὶς ἔχει ἐζωγραφημένους κύκλῳ ὄφεις περιπεπλεγμένους, ἴδε Σχολιαστ. ἐν τόπῳ.
}}
{{elnl
|elnltext=προσ-εδαφίζω een bodemlaag aanbrengen op, met acc.; perf. pass.. ὄφεων δὲ πλεκτάναισι περίδρομον κύτος προσηδάφισται het holle schild is rondom van een laag kronkelende slangen voorzien Aeschl. Sept. 496.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to [[fasten]] to the [[ground]]: Pass., perf., [[κύτος]] προσηδάφισται the [[shield]] is made [[solid]], Aesch.
|mdlsjtxt=to [[fasten]] to the [[ground]]: Pass., perf., [[κύτος]] προσηδάφισται the [[shield]] is made [[solid]], Aesch.
}}
}}

Latest revision as of 11:24, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεδᾰφίζω Medium diacritics: προσεδαφίζω Low diacritics: προσεδαφίζω Capitals: ΠΡΟΣΕΔΑΦΙΖΩ
Transliteration A: prosedaphízō Transliteration B: prosedaphizō Transliteration C: prosedafizo Beta Code: prosedafi/zw

English (LSJ)

ὄφεων πλεκτάναισι περίδρομον κύτος προσηδάφισται the shield is made fast or solid all round with wreathed snakes, A. Th.496.

German (Pape)

[Seite 757] auf den Boden, die Erde bringen, übh. befestigen, ὄφεων δὲ πλεκτάναισι περίδρομον κύτος προσηδάφισται, Aesch. Spt. 478.

French (Bailly abrégé)

fixer solidement.
Étymologie: πρός, ἔδαφος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-εδαφίζω een bodemlaag aanbrengen op, met acc.; perf. pass.. ὄφεων δὲ πλεκτάναισι περίδρομον κύτος προσηδάφισται het holle schild is rondom van een laag kronkelende slangen voorzien Aeschl. Sept. 496.

Russian (Dvoretsky)

προσεδᾰφίζω: прикреплять, укреплять: ὄφεων πλεκτάναισι περίδρομον κύτος προσηδάφισται Aesch. обод щита укреплен перевитыми змеями.

Greek Monolingual

ΝΑ ἐδαφίζω
νεοελλ.
1. φέρνω πτητική μηχανή ή διαστημικό όχημα στο έδαφος της Γης ή άλλου πλανήτη («το διαστημόπλοιο προσεδαφίστηκε ομαλά στη Σελήνη»)
αρχ.
1. ρίχνω καταγής («λαῖλαψ πρόρριζον ἀνασπάσασα τῇ γῇ προσεδαφίζει», Ανών.)
2. φρ. «ὄφεων δὲ πλεκτάναισι περίδρομον κύτος προσηδάφισται κοιλογάστορος κύκλου» — ο περίγυρος της ασπίδας είναι στερεωμένος με το κύριο σώμα της με πλέγματα φιδιών (Αισχύλ.).

Greek Monotonic

προσεδᾰφίζω: μπήγω, ρίχνω στο έδαφος — Παθ., παρακ., κύτοςπροσηδάφισται, η ασπίδα είναι στέρεα κατασκευασμένη, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

προσεδᾰφίζω: καταρρίπτω ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, λαῖλαψ πρόρριζον ἀνασπάσασα τῇ γῇ προσεδαφίζει Ἀνώνυμ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 3. σ. 661. ΙΙ. ἐν Αἰσχύλ. Θήβ. 496, ὄφεων πλεκτάναισι περίδρομον κύτος προσηδάφισται, τὸ στρογγύλον τοῦ κύκλου τῆς ἀσπίδος πέπλεκται πλεκτάναις ὄφεων, ἤτοι ἡ ἀσπὶς ἔχει ἐζωγραφημένους κύκλῳ ὄφεις περιπεπλεγμένους, ἴδε Σχολιαστ. ἐν τόπῳ.

Middle Liddell

to fasten to the ground: Pass., perf., κύτος προσηδάφισται the shield is made solid, Aesch.