ἀμετανόητος: Difference between revisions
Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ametanoitos | |Transliteration C=ametanoitos | ||
|Beta Code=a)metano/htos | |Beta Code=a)metano/htos | ||
|Definition= | |Definition=ἀμετανόητον,<br><span class="bld">A</span> = [[ἀμεταμέλητος]] 1, Luc.''Abd.''11, Plot.6.7.26, Vett.Val.263.16, al.<br><span class="bld">II</span> Act., [[unrepentant]], Ep.Rom.2.5, Arr.''Epict.''25. Adv. [[ἀμετανοήτως]] ''PStrassb.''29 (iii A.D.). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[de lo que uno no se arrepiente]], [[irrevocable]] ὁμολογῶ χαρίζεσθ[αι] σοὶ χάριτι ἀναφαιρέτῳ καὶ ἀμετανοήτῳ <i>PGrenf</i>.2.68.4 (III a.C.), ὅταν βέλτιόν τι γίνηται καὶ ἀμετανόητον ᾖ Plot.6.7.26, ἀ. καὶ [[ἀκοπίατος]] ... [[ἄνοδος]] Vett.Val.263.16, λόγος Vett.Val.150.29<br /><b class="num">•</b>[[firme]], [[seguro]] [[ἀνάληψις]] Luc.<i>Abd</i>.11, μετάνοια Clem.Al.<i>Strom</i>.2.13.57, χωρισμός Clem.Al.<i>Strom</i>.5.11.67.<br /><b class="num">2</b> [[que no tiene remordimientos]], [[que no se arrepiente]] ἀμετανόητον καρδίαν θησαυρίζεις <i>Ep.Rom</i>.2.5, ἀ. καὶ [[ἀνεύθυνος]] διαγενήσῃ terminarás tu vida sin remordimientos y sin cuentas que saldar</i> Arr.<i>Epict.Fr</i>.25<br /><b class="num">•</b>subst. [[τὸ ἀμετανόητον]] = [[falta de arrepentimiento]] Chrys.M.53.221<br /><b class="num">•</b>neutr. plu. como adv. [[sin arrepentimiento]] Ephr.Syr.3.55D.<br /><b class="num">II</b> adv. [[ἀμετανοήτως]] = [[sin arrepentirse]], <i>PStras</i>.79.9 (I a.C.), 29.31 (III a.C.). | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0122.png Seite 122]] 1) ohne Sinnesänderung, unbußfertig, [[καρδία]] N. T. – 2) nicht zu bereuen, = [[βέβαιος]], Luc Abd. 11. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0122.png Seite 122]] 1) [[ohne Sinnesänderung]], [[unbußfertig]], [[καρδία]] [[NT|N.T.]] – 2) nicht zu bereuen, = [[βέβαιος]], Luc Abd. 11. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[qui ne cause pas de regret]];<br /><b>2</b> [[qui ne se repent pas]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[μετανοέω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀμετανόητος:''' = [[ἀμεταμέλητος]] 1 Luc. и 2 NT. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμετανόητος''': -ον, = [[ἀμεταμέλητος]] I, Λουκ. Ἀποκηρυττ. 11. ΙΙ. ὁ μὴ μετανοῶν, Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. β΄, 5: - Ἐπιρρ. -τως Ἐπιγρ. ἐν Ἱερογλ. Young 46, Κουρτ. Δελφ. Ἐπιγρ. σ. 87. | |lstext='''ἀμετανόητος''': -ον, = [[ἀμεταμέλητος]] I, Λουκ. Ἀποκηρυττ. 11. ΙΙ. ὁ μὴ μετανοῶν, Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. β΄, 5: - Ἐπιρρ. -τως Ἐπιγρ. ἐν Ἱερογλ. Young 46, Κουρτ. Δελφ. Ἐπιγρ. σ. 87. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 33: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀμετανόητος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός για τον οποίο δεν υπάρχει [[μεταμέλεια]], [[κάτι]], σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που δεν μετανοεί, [[αμετανόητος]], σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''ἀμετανόητος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός για τον οποίο δεν υπάρχει [[μεταμέλεια]], [[κάτι]], σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που δεν μετανοεί, [[αμετανόητος]], σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=<b class="num">I.</b> [[not to be repented of]], Luc.<br /><b class="num">II.</b> act. [[unrepentant]], NTest. | ||
}} | }} | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':¢metanÒhtoj 阿-姆他-挪誒拖士<br />'''詞類次數''':形容詞(1)<br />'''原文字根''':不-同著-心思(的)<br />'''字義溯源''':不悔改的,承認心思沒有轉變;由([[α]] / [[ἄλφα]])= ([[ἄνευ]])*=不)與([[μετανοέω]])=心思轉變)組成;其中 ([[μετανοέω]])又由([[μετά]])*=同)與([[νοέω]])=理解)組成,而 ([[νοέω]])出自([[νοῦς]])*=悟性)<br />'''出現次數''':總共(1);羅(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 不悔改的(1) 羅2:5 | |sngr='''原文音譯''':¢metanÒhtoj 阿-姆他-挪誒拖士<br />'''詞類次數''':形容詞(1)<br />'''原文字根''':不-同著-心思(的)<br />'''字義溯源''':不悔改的,承認心思沒有轉變;由([[α]] / [[ἄλφα]])= ([[ἄνευ]])*=不)與([[μετανοέω]])=心思轉變)組成;其中 ([[μετανοέω]])又由([[μετά]])*=同)與([[νοέω]])=理解)組成,而 ([[νοέω]])出自([[νοῦς]])*=悟性)<br />'''出現次數''':總共(1);羅(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 不悔改的(1) 羅2:5 | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:40, 3 March 2024
English (LSJ)
ἀμετανόητον,
A = ἀμεταμέλητος 1, Luc.Abd.11, Plot.6.7.26, Vett.Val.263.16, al.
II Act., unrepentant, Ep.Rom.2.5, Arr.Epict.25. Adv. ἀμετανοήτως PStrassb.29 (iii A.D.).
Spanish (DGE)
-ον
I 1de lo que uno no se arrepiente, irrevocable ὁμολογῶ χαρίζεσθ[αι] σοὶ χάριτι ἀναφαιρέτῳ καὶ ἀμετανοήτῳ PGrenf.2.68.4 (III a.C.), ὅταν βέλτιόν τι γίνηται καὶ ἀμετανόητον ᾖ Plot.6.7.26, ἀ. καὶ ἀκοπίατος ... ἄνοδος Vett.Val.263.16, λόγος Vett.Val.150.29
•firme, seguro ἀνάληψις Luc.Abd.11, μετάνοια Clem.Al.Strom.2.13.57, χωρισμός Clem.Al.Strom.5.11.67.
2 que no tiene remordimientos, que no se arrepiente ἀμετανόητον καρδίαν θησαυρίζεις Ep.Rom.2.5, ἀ. καὶ ἀνεύθυνος διαγενήσῃ terminarás tu vida sin remordimientos y sin cuentas que saldar Arr.Epict.Fr.25
•subst. τὸ ἀμετανόητον = falta de arrepentimiento Chrys.M.53.221
•neutr. plu. como adv. sin arrepentimiento Ephr.Syr.3.55D.
II adv. ἀμετανοήτως = sin arrepentirse, PStras.79.9 (I a.C.), 29.31 (III a.C.).
German (Pape)
[Seite 122] 1) ohne Sinnesänderung, unbußfertig, καρδία N.T. – 2) nicht zu bereuen, = βέβαιος, Luc Abd. 11.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui ne cause pas de regret;
2 qui ne se repent pas.
Étymologie: ἀ, μετανοέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀμετανόητος: = ἀμεταμέλητος 1 Luc. и 2 NT.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμετανόητος: -ον, = ἀμεταμέλητος I, Λουκ. Ἀποκηρυττ. 11. ΙΙ. ὁ μὴ μετανοῶν, Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. β΄, 5: - Ἐπιρρ. -τως Ἐπιγρ. ἐν Ἱερογλ. Young 46, Κουρτ. Δελφ. Ἐπιγρ. σ. 87.
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and a presumed derivative of μετανοέω; unrepentant: impenitent.
English (Thayer)
(μετανοέω, which see), admitting no change of mind (amendment), unrepentant, impenitent: Lucian, Abdic. 11 (passively), equivalent to ἀμεταμέλητος, which see; (Philo de praem. et poen. § 3).)
Greek Monolingual
-η, -ο (AM αμετανόητος, -ον)
αυτός που δεν μετανοεί ή δεν μετανόησε, αμεταμέλητος, αδιόρθωτος
αρχ.
αυτός, για τον οποίο δεν μετανοεί κανείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + μετανοῶ.
ΠΑΡ. ἀμετανοησία].
Greek Monotonic
ἀμετανόητος: -ον, I. αυτός για τον οποίο δεν υπάρχει μεταμέλεια, κάτι, σε Λουκ.
II. Ενεργ., αυτός που δεν μετανοεί, αμετανόητος, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
I. not to be repented of, Luc.
II. act. unrepentant, NTest.
Chinese
原文音譯:¢metanÒhtoj 阿-姆他-挪誒拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:不-同著-心思(的)
字義溯源:不悔改的,承認心思沒有轉變;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(μετανοέω)=心思轉變)組成;其中 (μετανοέω)又由(μετά)*=同)與(νοέω)=理解)組成,而 (νοέω)出自(νοῦς)*=悟性)
出現次數:總共(1);羅(1)
譯字彙編:
1) 不悔改的(1) 羅2:5