κήδιστος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ πάνυ ἑτοίμως παρορᾷς → but you quite purposely see wrongly

Source
m (Text replacement - "οἱ" to "οἱ")
m (Text replacement - "werth" to "wert")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kidistos
|Transliteration C=kidistos
|Beta Code=kh/distos
|Beta Code=kh/distos
|Definition=η, ον, Sup. formed from [[κῆδος]], <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[most worthy of one's care]], [[most cared for]], <b class="b3">κήδιστοί τ' ἔμεναι καὶ φίλτατοι</b> <span class="bibl">Il.9.642</span>; κ. ἑτάρων ἦν κεδνότατός τε <span class="bibl">Od.10.225</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[κήδιστοι]], οἱ, [[those nearest allied by marriage]], <span class="bibl">8.583</span>.</span>
|Definition=η, ον, Sup. formed from [[κῆδος]],<br><span class="bld">A</span> [[most worthy of one's care]], [[most cared for]], <b class="b3">κήδιστοί τ' ἔμεναι καὶ φίλτατοι</b> Il.9.642; κ. ἑτάρων ἦν κεδνότατός τε Od.10.225.<br><span class="bld">II</span> [[κήδιστοι]], οἱ, [[those nearest allied by marriage]], 8.583.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1429.png Seite 1429]] ein superl., von [[κῆδος]] abgeleitet, der Bdtg nach zu [[κήδειος]] gehörig, der Fürsorge, Achtung am würdigsten, der theuerste, wertheste; κήδιστοί τ' ἔμεναι καὶ φίλτατοι Il. 9, 642, vgl. γαμβρὸς ἢ [[πενθερός]]· οἵτε [[μάλιστα]] κήδιστοι τελέθουσι μεθ' αἷμά τε καὶ [[γένος]] αὐτῶν Od. 8, 582; ὅς μοι [[κήδιστος]] ἑτάρων, ἦν κεδνότατός τε 10. 225.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1429.png Seite 1429]] ein superl., von [[κῆδος]] abgeleitet, der Bdtg nach zu [[κήδειος]] gehörig, der Fürsorge, Achtung am würdigsten, der theuerste, werteste; κήδιστοί τ' ἔμεναι καὶ φίλτατοι Il. 9, 642, vgl. γαμβρὸς ἢ [[πενθερός]]· οἵτε [[μάλιστα]] κήδιστοι τελέθουσι μεθ' αἷμά τε καὶ [[γένος]] αὐτῶν Od. 8, 582; ὅς μοι [[κήδιστος]] ἑτάρων, ἦν κεδνότατός τε 10. 225.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=η, ον :<br /><b>1</b> très cher, très précieux;<br /><b>2</b> le plus proche parent par alliance.<br />'''Étymologie:''' Sp. dér. de [[κῆδος]].
|btext=η, ον :<br /><b>1</b> [[très cher]], [[très précieux]];<br /><b>2</b> [[le plus proche parent par alliance]].<br />'''Étymologie:''' Sp. dér. de [[κῆδος]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κήδιστος -η -ον [κῆδος] dierbaarst.
|elnltext=κήδιστος -η -ον [κῆδος] [[dierbaarst]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 13:10, 11 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κήδιστος Medium diacritics: κήδιστος Low diacritics: κήδιστος Capitals: ΚΗΔΙΣΤΟΣ
Transliteration A: kḗdistos Transliteration B: kēdistos Transliteration C: kidistos Beta Code: kh/distos

English (LSJ)

η, ον, Sup. formed from κῆδος,
A most worthy of one's care, most cared for, κήδιστοί τ' ἔμεναι καὶ φίλτατοι Il.9.642; κ. ἑτάρων ἦν κεδνότατός τε Od.10.225.
II κήδιστοι, οἱ, those nearest allied by marriage, 8.583.

German (Pape)

[Seite 1429] ein superl., von κῆδος abgeleitet, der Bdtg nach zu κήδειος gehörig, der Fürsorge, Achtung am würdigsten, der theuerste, werteste; κήδιστοί τ' ἔμεναι καὶ φίλτατοι Il. 9, 642, vgl. γαμβρὸς ἢ πενθερός· οἵτε μάλιστα κήδιστοι τελέθουσι μεθ' αἷμά τε καὶ γένος αὐτῶν Od. 8, 582; ὅς μοι κήδιστος ἑτάρων, ἦν κεδνότατός τε 10. 225.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
1 très cher, très précieux;
2 le plus proche parent par alliance.
Étymologie: Sp. dér. de κῆδος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κήδιστος -η -ον [κῆδος] dierbaarst.

Russian (Dvoretsky)

κήδιστος: самый дорогой, самый близкий (κήδιστοι καὶ φίλτατοι Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

κήδιστος: -η, -ον, ὑπερθετ. σχηματισθὲν ἐκ τοῦ κῆδος, πλείστης φροντίδος καὶ ἐπιμελείας ἄξιος, οὗ μάλιστα κήδεταί τις, κήδιστοί τ’ ἔμεναι καὶ φίλτατοι Ἰλ. Ι. 642 (638)· κήδιστος ἑτάρων ἦν κεδνότατός τε Ὀδ. Ι. 225. ΙΙ. ἐν Ὀδ. Θ. 583, κήδιστοι, οἱ πλησιέστατα συγγενεύοντες διὰ γάμου.

English (Autenrieth)

a sup. to κήδειος: dearest.

Greek Monolingual

κήδιστος, -ίστη, -όν (Α)
1. ο άξιος μεγάλης φροντίδας και επιμέλειας («κήδιστοι τ' ἔμεναι καὶ φίλτατοι», Ομ. Ιλ.)
2. αγαπημένος, προσφιλής («ὅς μοι κήδιστος ἑτάρων ἦν», Ομ. Ιλ.)
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ κήδιστοι
οι πλησιέστατοι συγγενείς εξ επιγαμίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υπερθετικός βαθμός < θ. κηδ- του κῆδος + κατάλ -ιστος (πρβλ. άριστος, κάκιστος)].

Greek Monotonic

κήδιστος: -η, -ον, υπερθ. από το κῆδος,
I. αυτός που αξίζει περισσότερο τη φροντίδα, άξιος της μεγαλύτερης επιμέλειας, σε Όμηρ.
II. οι πιο κοντινοί συγγενείς από το γάμο, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

κήδιστος, η, ον [Sup. formed from κῆδος
I. most worthy of our care, most cared for, Hom.
II. nearest allied by marriage, Od.