κλειδουχέω: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7
(6_5)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kleidoucheo
|Transliteration C=kleidoucheo
|Beta Code=kleidouxe/w
|Beta Code=kleidouxe/w
|Definition=Att. κληδ-, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">to be a</b> <b class="b3">κλειδοῦχος, κ. θεᾶς</b> <b class="b2">to be</b> her <b class="b2">priestess</b>, <span class="bibl">E.<span class="title">IT</span>1463</span>: abs., -οῦντος Ἀρίστωνος <span class="title">OGI</span>170 (Delos, ii/i B.C.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">γλώσσης πικροῖς κέντροισι κλῃδουχούμενοι</b>, perh. <b class="b2">kept in check</b>, <span class="bibl">E.<span class="title">HF</span> 1288</span>.</span>
|Definition=Att. [[κληδουχέω]],<br><span class="bld">A</span> to be a [[κλειδοῦχος]], κ. θεᾶς< to [[be]] her [[priestess]], E.''IT''1463: abs., κλειδουχοῦντος Ἀρίστωνος ''OGI''170 (Delos, ii/i B.C.).<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">γλώσσης πικροῖς κέντροισι κλῃδουχούμενοι</b>, perhaps kept in [[check]], E.''HF'' 1288.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1447.png Seite 1447]] = [[κλῃδουχέω]], Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1447.png Seite 1447]] = [[κλῃδουχέω]], Sp.
}}
{{bailly
|btext=[[κλειδουχῶ]] :<br />avoir les clefs (d'un temple), être surveillant <i>ou</i> prêtre d'un temple.<br />'''Étymologie:''' [[κλειδοῦχος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κλειδουχέω''': Ἀττ. κλῃδ-, εἶμαι [[κλειδοῦχος]], κλ. θεᾶς, εἶμαι [[ἱέρεια]] αὐτῆς, Εὐρ. Ι. Τ. 1463. ΙΙ. παρὰ τῷ αὐτῷ ἐν Ἡρ. Μαιν. 1288, εὑρίσκομεν παθ. μετοχ. κλῃδουχούμενοι, [[ὅπερ]] ὁ Matthiä ἑρμηνεύει, ἐκ τοῦ πλησίον παρατηρούμενοι, παραφυλαττόμενοι ἀλλ’ ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] πιθανῶς ἐφθαρμένη, ἴδε Δινδ. ἐν τόπῳ.
|lstext='''κλειδουχέω''': Ἀττ. κλῃδ-, εἶμαι [[κλειδοῦχος]], κλ. θεᾶς, εἶμαι [[ἱέρεια]] αὐτῆς, Εὐρ. Ι. Τ. 1463. ΙΙ. παρὰ τῷ αὐτῷ ἐν Ἡρ. Μαιν. 1288, εὑρίσκομεν παθ. μετοχ. κλῃδουχούμενοι, [[ὅπερ]] ὁ Matthiä ἑρμηνεύει, ἐκ τοῦ πλησίον παρατηρούμενοι, παραφυλαττόμενοι ἀλλ’ ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] πιθανῶς ἐφθαρμένη, ἴδε Δινδ. ἐν τόπῳ.
}}
{{lsm
|lsmtext='''κλειδουχέω:''' Αττ. κλῃδ-, μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> είμαι [[κύριος]], [[υπεύθυνος]] των κλειδιών, <i>κλ. θεᾶς</i>, είμαι ιέρειά της, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., παρατηρούμαι [[στενά]], παραφυλάττομαι, στον ίδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κλειδουχέω]],<br /><b class="num">I.</b> to [[have]] [[charge]] of the keys, κλ. θεᾶς to be her [[priestess]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> Pass. to be [[closely]] watched kept in [[check]], Eur. [from [[κλειδοῦχος]]
}}
}}

Latest revision as of 18:30, 16 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλειδουχέω Medium diacritics: κλειδουχέω Low diacritics: κλειδουχέω Capitals: ΚΛΕΙΔΟΥΧΕΩ
Transliteration A: kleidouchéō Transliteration B: kleidoucheō Transliteration C: kleidoucheo Beta Code: kleidouxe/w

English (LSJ)

Att. κληδουχέω,
A to be a κλειδοῦχος, κ. θεᾶς< to be her priestess, E.IT1463: abs., κλειδουχοῦντος Ἀρίστωνος OGI170 (Delos, ii/i B.C.).
II γλώσσης πικροῖς κέντροισι κλῃδουχούμενοι, perhaps kept in check, E.HF 1288.

German (Pape)

[Seite 1447] = κλῃδουχέω, Sp.

French (Bailly abrégé)

κλειδουχῶ :
avoir les clefs (d'un temple), être surveillant ou prêtre d'un temple.
Étymologie: κλειδοῦχος.

Greek (Liddell-Scott)

κλειδουχέω: Ἀττ. κλῃδ-, εἶμαι κλειδοῦχος, κλ. θεᾶς, εἶμαι ἱέρεια αὐτῆς, Εὐρ. Ι. Τ. 1463. ΙΙ. παρὰ τῷ αὐτῷ ἐν Ἡρ. Μαιν. 1288, εὑρίσκομεν παθ. μετοχ. κλῃδουχούμενοι, ὅπερ ὁ Matthiä ἑρμηνεύει, ἐκ τοῦ πλησίον παρατηρούμενοι, παραφυλαττόμενοι ἀλλ’ ἡ λέξις εἶναι πιθανῶς ἐφθαρμένη, ἴδε Δινδ. ἐν τόπῳ.

Greek Monotonic

κλειδουχέω: Αττ. κλῃδ-, μέλ. -ήσω,
I. είμαι κύριος, υπεύθυνος των κλειδιών, κλ. θεᾶς, είμαι ιέρειά της, σε Ευρ.
II. Παθ., παρατηρούμαι στενά, παραφυλάττομαι, στον ίδ.

Middle Liddell

κλειδουχέω,
I. to have charge of the keys, κλ. θεᾶς to be her priestess, Eur.
II. Pass. to be closely watched kept in check, Eur. [from κλειδοῦχος