προπολεμέω: Difference between revisions

From LSJ

εἴς μ' ὁρεῦσα καρκίνου μέζον → looking at me with saucer-eyes

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />combattre pour, gén..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[πολεμέω]].
|btext=[[προπολεμῶ]] :<br />combattre pour, gén..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[πολεμέω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 18:40, 16 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προπολεμέω Medium diacritics: προπολεμέω Low diacritics: προπολεμέω Capitals: ΠΡΟΠΟΛΕΜΕΩ
Transliteration A: propoleméō Transliteration B: propolemeō Transliteration C: propolemeo Beta Code: propoleme/w

English (LSJ)

make war for or in defence of, τῆς χώρας Isoc.14.33; τῶν ἄλλων Plb.2.48.1, etc.; τισὶ τῆς ἀρχῆς with… for…, D.H.6.49; ὑπὲρ [τῆς πόλεως] Pl.R. 429b, cf.OGI56.12(Canopus, iii B.C.): abs., οἱ προπολεμοῦντες the guards or defenders of a country, Pl.R. 423a; τὸ προπολεμοῦν ib.442b, 547d, Arist.Pol.1279b3; τὸ προπολεμῆσον the body intended to act as guards, ib.1291a7.

German (Pape)

[Seite 740] vor Einem od. eher als ein Anderer für Einen Krieg führen; προπολεμεῖ τε καὶ στρατεύεται ὑπὲρ αὐτῆς Plat. Rep. IV, 429 b, öfter; τῶν ἄλλων Pol. 2, 48, 1; τῆς Βιθυνίας Plut. Luc. 6.

French (Bailly abrégé)

προπολεμῶ :
combattre pour, gén..
Étymologie: πρό, πολεμέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-πολεμέω vechten (ter verdediging); ptc. subst.. οἱ προπολεμοῦντες de verdedigers Plat. Resp. 423a = τὸ προπολεμοῦν Aristot. Pol. 1279b3.

Russian (Dvoretsky)

προπολεμέω: сражаться в защиту (τινος Isocr., Polyb. и ὑπέρ τινος Plat.): οἱ προπολεμοῦντες и τὸ προπολεμοῦν (sc. μέρος τῆς πόλεως) Plat., Arst. или τὸ προπολεμῆσον Arst. защитники страны, вооруженные силы.

Greek Monotonic

προπολεμέω: μέλ. -ήσω, κάνω πόλεμο χάριν κάποιου ή για την υπεράσπιση κάποιου άλλου, τινός, σε Ισοκρ. κ.λπ.· ὑπέρ τινος, σε Πλάτ.· απόλ., οἱ προπολεμοῦντες, φύλακες, πρόμαχοι ή υπερασπιστές πόλης, στον ίδ.· τὸ προπολεμῆσον, σώμα που πρόκειται να λειτουργήσει ως εμπροσθοφυλακή, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

προπολεμέω: πολεμῶ ὑπέρ τινος, ἡ Βοιωτία προπολεμεῖ τῆς ἡμετέρας χώρας Ἰσοκρ. 302Ε· προπολεμεῖν τῆς Ἀσίας Πολύβ. 2. 48, 1, κτλ.· ὃς αὐτοῖς προπολεμήσει τῆς ἀρχῆς Διον. Ἁλ. 6. 49· ὑπέρ τινος Πλάτ. Πολ. 429Β· ἀπολ., οἱ προπολεμοῦντες, οἱ ὑπερασπισταί, πρόμαχοι χώρας τινός, αὐτόθι 423Α· οὕτω, τὸ προπολεμοῦν αὐτόθι 442Β, 547D, Ἀριστ. Πολιτ. 2. 7, 4· τὸ προπολεμῆσον, τὸ σῶμα τὸ μέλλον νὰ προπολεμήσῃ, αὐτόθι 4. 4, 10.

Middle Liddell

fut. ήσω
to make war for or in defence of another, τινός Isocr., etc.; ὑπέρ τινος Plat.: absol., οἱ προπολεμοῦντες the guards or defenders of a country, Plat.; τὸ προπολεμῆσον the body intended to act as guards, Arist.