ἀναρμοστέω: Difference between revisions

From LSJ

Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich

Menander, Monostichoi, 287
(2)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
 
(27 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anarmosteo
|Transliteration C=anarmosteo
|Beta Code=a)narmoste/w
|Beta Code=a)narmoste/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">not to fit</b> or <b class="b2">suit</b>, τινί <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>462a</span>; πρὸς ἄλληλα <span class="bibl">Id.<span class="title">Sph.</span>253a</span>; of musical instruments, <b class="b2">to be out of tune</b>, Id.<span class="title">Grg.</span> <span class="bibl">482b</span> (cj.).</span>
|Definition=[[not to fit]] or [[suit]], τινί [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 462a; πρὸς ἄλληλα Id.''Sph.''253a; of musical instruments, to [[be out of tune]], Id.''Grg.'' 482b (cj.).
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[estar en desacuerdo]], [[no concordar]] πρὸς ἄλληλα Pl.<i>Sph</i>.253a, ἐν ... σχήματι νόμου Pl.<i>Lg</i>.718b, c. dat. τῷ δὲ τοῦ κακοῦ (ἴχνει) Pl.<i>R</i>.462a.<br /><b class="num">2</b> [[desafinar]] τὴν λύραν μοι κρεῖττον εἶναι ἀναρμοστεῖν τε καὶ διαφωνεῖν ... ἢ ... Pl.<i>Grg</i>.482b.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0205.png Seite 205]] nicht zusammen passen, <span class="ggns">Gegensatz</span> von ξυναρμόττω, πρὸς ἄλληλα Plat. Soph. 253 a; τινί, Rep. V, 462 a; von musikalischen Instrumenten, verstimmt sein, z. B. von der Lyra, ἀν. καὶ διαφωνεῖν Gorg. 482 b.
}}
{{bailly
|btext=[[ἀναρμοστῶ]] :<br />n'être pas d'accord : τινι, πρός τι avec qch ; <i>abs.</i> n'être pas accordé <i>en parl. d'instrument de musique</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνάρμοστος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναρμοστέω:'''<br /><b class="num">1</b> [[не согласовываться]], [[не подходить]], [[не гармонировать]] (πρὸς ἄλληλα и τινι Plat.);<br /><b class="num">2</b> [[быть расстроенным]] ([[λύρα]] ἀναρμοστεῖ Plat.).
}}
{{ls
|lstext='''ἀναρμοστέω''': εἶμαι [[ἀνάρμοστος]], δὲν προσαρμόζομαι, δὲν [[ἁρμόζω]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ἁρμόττω]], μ. δοτ. ἆρα ἃ νῦν διήλθομεν εἰς μὲν τὸ τοῦ ἀγαθοῦ [[ἴχνος]] ἡμῖν ἁρμόττει, τῷ δὲ τοῦ κακοῦ ἀναρμοστεῖ; Πλάτ. Πολ. 462Α, [[πρός]] τι, τὰ μὲν ἀναρμοστεῖ που πρὸς ἄλληλα, τὰ δὲ ξυναρμόττει Σοφ. 253Α· ἐπὶ μουσικῶν ὀργάνων, παραφώνως ἠχῶ, [[κάμνω]] παραφωνίας, Heind. Πλάτ. Γοργ. 482Β.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀναρμοστέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[ἀνάρμοστος]]), δεν είμαι [[πρέπων]] ή [[κατάλληλος]], <i>τινί</i> ή [[πρός]] τι, σε Πλάτ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀνάρμοστος]]<br />not to fit or [[suit]], τινί or πρός τι Plat.
}}
}}

Latest revision as of 18:45, 16 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναρμοστέω Medium diacritics: ἀναρμοστέω Low diacritics: αναρμοστέω Capitals: ΑΝΑΡΜΟΣΤΕΩ
Transliteration A: anarmostéō Transliteration B: anarmosteō Transliteration C: anarmosteo Beta Code: a)narmoste/w

English (LSJ)

not to fit or suit, τινί Pl.R. 462a; πρὸς ἄλληλα Id.Sph.253a; of musical instruments, to be out of tune, Id.Grg. 482b (cj.).

Spanish (DGE)

1 estar en desacuerdo, no concordar πρὸς ἄλληλα Pl.Sph.253a, ἐν ... σχήματι νόμου Pl.Lg.718b, c. dat. τῷ δὲ τοῦ κακοῦ (ἴχνει) Pl.R.462a.
2 desafinar τὴν λύραν μοι κρεῖττον εἶναι ἀναρμοστεῖν τε καὶ διαφωνεῖν ... ἢ ... Pl.Grg.482b.

German (Pape)

[Seite 205] nicht zusammen passen, Gegensatz von ξυναρμόττω, πρὸς ἄλληλα Plat. Soph. 253 a; τινί, Rep. V, 462 a; von musikalischen Instrumenten, verstimmt sein, z. B. von der Lyra, ἀν. καὶ διαφωνεῖν Gorg. 482 b.

French (Bailly abrégé)

ἀναρμοστῶ :
n'être pas d'accord : τινι, πρός τι avec qch ; abs. n'être pas accordé en parl. d'instrument de musique.
Étymologie: ἀνάρμοστος.

Russian (Dvoretsky)

ἀναρμοστέω:
1 не согласовываться, не подходить, не гармонировать (πρὸς ἄλληλα и τινι Plat.);
2 быть расстроенным (λύρα ἀναρμοστεῖ Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀναρμοστέω: εἶμαι ἀνάρμοστος, δὲν προσαρμόζομαι, δὲν ἁρμόζω, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἁρμόττω, μ. δοτ. ἆρα ἃ νῦν διήλθομεν εἰς μὲν τὸ τοῦ ἀγαθοῦ ἴχνος ἡμῖν ἁρμόττει, τῷ δὲ τοῦ κακοῦ ἀναρμοστεῖ; Πλάτ. Πολ. 462Α, πρός τι, τὰ μὲν ἀναρμοστεῖ που πρὸς ἄλληλα, τὰ δὲ ξυναρμόττει Σοφ. 253Α· ἐπὶ μουσικῶν ὀργάνων, παραφώνως ἠχῶ, κάμνω παραφωνίας, Heind. Πλάτ. Γοργ. 482Β.

Greek Monotonic

ἀναρμοστέω: μέλ. -ήσω (ἀνάρμοστος), δεν είμαι πρέπων ή κατάλληλος, τινί ή πρός τι, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ἀνάρμοστος
not to fit or suit, τινί or πρός τι Plat.